Το 1821 ως γενέθλιος τόπος του Γιάννη Βλαχογιάννη

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Τις μέρες της Επανάστασης του 1821, αλλά και το πριν και το μετά, όλον αυτόν τον κόσμο που ετοίμασε μια πατρίδα για μας τους επόμενους, τον προσεγγίζουμε από δύο δρόμους· της γνώσης ο ένας, της συγκίνησης ο άλλος. Η συμβολή του Γιάννη Βλαχογιάννη (1867-1945), του Ναυπάκτιου λογοτέχνη, ιστοριοδίφη και αρχειονόμου, στη διάνοιξη και τη διεύρυνση των δρόμων αυτών πανθομολογείται σπουδαία. Το ίδιο το πολυσχιδές έργο του άλλωστε, λογοτεχνικό, ερευνητικό και εκδοτικό, αποτελεί γλαφυρό τεκμήριο. Και ίσως το πιο σπουδαίο είναι ότι με τα γραπτά και με την όλη παρουσία του προσπάθησε να συνενώσει αυτούς τους δύο δρόμους. Να υποδείξει ότι η ασφαλέστερη και γονιμότερη οδός έως το 1821 και την ανάκτησή του είναι η οδός της συγκινημένης γνώσης ή της γνωστικής συγκίνησης.
Λένε συχνά πως ο Βλαχογιάννης ζούσε στο ’21, εννοώντας με αυτό πως παρέμεινε διά βίου εγκλωβισμένος σε μια μακρινή και θολή πια χρονική ήπειρο· κάπως σαν εθελοντής όμηρός της, σαν δεσμώτης μιας ανίατης νοσταλγίας. Ενδεχομένως θα βρισκόμασταν πιο κοντά στα πράγματα αν λέγαμε ότι ζούσε το ’21, και το ζούσε ελευθερωμένος, όχι αιχμάλωτος. Και όχι διά της γραφικότητας αλλά διά της γραφής του. Πάντως, «αν δεν είχε αντρειωμένου σθένος και πείσμα αρβανίτικο, για να αξιοποιήσει και την ευρυμάθειά του, πολλές “αναιμικές αυθεντίες” του καιρού του θα τον είχαν παρακάμψει, κομψά, ως γραφικό», παρατηρεί ο Επαμεινώνδας Μπαλούμης στην εισαγωγή του στον τόμο με τα διηγήματα του Βλαχογιάννη «Μεγάλα χρόνια – Τα παληκάρια τα παλιά» (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1994).
Σθένος, πείσμα, και μαζί οι εμπειρίες και οι γνώσεις, δημιούργησαν μια ισχυρή, ισχυρότατη αυτοπεποίθηση. Ευδιάκριτη, εκτός των άλλων, στις ειρωνικές αποστροφές του για ιστοριογράφους και ερευνητές, παλαιότερους και συγκαιρινούς του, διαφορετικής μεθοδολογίας ή διαφορετικών συμπερασμάτων. Ευδιάκριτη επίσης στην αυστηρότητα των παρεμβάσεών του σε τρέχοντα πνευματικά ζητήματα, όπως το γλωσσικό, από τη θέση ενός γραφιά που δείχνει ότι δεν επέλεξε τη δημοτική αλλά τον επέλεξε η ίδια, και ο οποίος δεν συντάχθηκε ποτέ με τον ψυχαρικού τύπου δημοτικισμό. Αλλωστε αντιδίκησε ρητά μαζί του.
Το ερώτημα αν η αυτοπεποίθησή του εκβάλλει ενίοτε στην ισχυρογνωμοσύνη, όταν συζητούνται ακανθώδη θέματα, φιλολογικά ή γενικότερης φύσεως, όπως τα κριτήρια για τον έλεγχο της αυθεντικότητας των δημοτικών τραγουδιών (ένα ζήτημα που δεν τον απασχόλησε μόνο στο βιβλίο του «Οι κλέφτες του Μοριά») ή «η ψυχή της Ελλάδας» και των Ελλήνων, είναι κι αυτό ακανθώδες. Δεν θα το αγγίξω λοιπόν εδώ. Θα θυμίσω μόνο έναν του λόγο: «Όσο για τον “κατάλληλο τόνο”, το φιλολογικό, ο φιλολογικός δικός μου τόνος είναι ο οξύς. Απ’ όλα τα έντονα όργανα προτιμώ την καραμούζα. Μ’ αυτό το όργανο χτυπώ τους δημοτικιστές εμπόρους της καθαρεύουσας, χτυπώ τους καθαρευσιάνους τάχα δημοτικιστές, χτυπώ τους επαγγελματικούς γραφομανείς» («Νέα Εστία», 15.6.1938, τχ. 844, και τώρα στον έβδομο τόμο των «Απάντων» στην έκδοση Γεωργίου Κουρνούτου, Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, 1967).
Το 1821 είναι ο γενέθλιος τόπος του Γιάννη Βλαχογιάννη. Το ρίζωμά του. Οσα τού ιστορούσε στα παιδικά του χρόνια η Σουλιώτισσα βάβα του, η Λαμπρο-Γκιώναινα, δεν τα άκουγε μόνο. Τα έβλεπε. Και τα ζούσε. Δεν ήταν πια διαμεσολαβημένα βιώματα αλλά αυθεντικά δικά του. Και τον προσδιόρισαν για πάντα. Αυτός ο κόσμος της ακοής, ο κόσμος του Σουλίου και του Μεσολογγίου, δεν ήταν κόσμος παραμυθιού για τον Βλαχογιάννη. Το ίδιο όμως ισχύει και για τον κόσμο της όρασης, της ανάγνωσης, αν κρίνουμε από την απάντηση που έδωσε κάποια στιγμή στην ερώτηση «Αλήθεια. Πέστε μου: Πότε αρχίσατε να γράφετε για το Εικοσιένα;» Ιδού τι αποκρίθηκε: «Για το Εικοσιένα! Μα… θα ‘λεγα: εκ γενετής! Από νήπιο χάιδευα με λαχτάρα τα ιστορικά βιβλία που ‘χαν ζουγραφιές των Καπεταναίων και ζήλευα τους άλλους που μπόραγαν να τα διαβάζουν. Είχα από τα πρώτα μου χρόνια μεγάλον έρωτα για την ιστορία μας και για τα γράμματα» (βλ. Γιάννης Βλαχογιάννης, «Ιστορική ανθολογία: Ανέκδοτα – γνωμικά – περίεργα – αστεία εκ του βίου διασήμων Ελλήνων 1820-1864», επιμέλεια Αλκης Αγγέλου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2000).
Στα σύγχρονα εγκυκλοπαιδικά λήμματα με το όνομά του, ο Βλαχογιάννης προσδιορίζεται ως λογοτέχνης, ιστοριοδίφης, εκδότης μνημείων της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Μ’ αυτήν τη σειρά. Προτάσσεται δηλαδή η αναφορά στη λογοτεχνική του ιδιότητα, σε λεπτότερες διακρίσεις προηγείται ο χαρακτηρισμός «πεζογράφος» και έπεται ο χαρακτηρισμός «ποιητής», ευλόγως, και όχι μόνο εξαιτίας της μεγάλης διαφοράς στην έκταση του πεζογραφικού και του ποιητικού του έργου, που συμποσούται στα 32 ποιήματα της συλλογής «Η Μούσα και η ψυχή». Μολαταύτα, το πιο πιθανό είναι ότι στον αιώνα μας (αλλά και στις τελευταίες δεκαετίες της δεύτερης μετά Χριστόν χιλιετίας), και όσον αφορά το λεγόμενο ευρύ κοινό, ο ήχος του ονόματός του ή το απείκασμά του στο χαρτί θα οδηγήσει, και όχι εύκολα, στην ταύτισή του με τον εκδότη Απομνημονευμάτων αγωνιστών της Επανάστασης. Οχι με τον λογοτέχνη.
«Ο εκδότης του Μακρυγιάννη», έτσι θα τον θυμηθούν όσοι τον θυμηθούν. Λιγότεροι θα τον ανακαλέσουν ως εκδότη των συγκλονιστικών «Ενθυμημάτων» του Μακεδόνα αγωνιστή της Επανάστασης Νικόλαου Κασομούλη, πολύ λιγότεροι ως εκδότη των «Απομνημονευμάτων» του Χειμαριώτη επαναστάτη Σπυρομίλιου από τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και την Έξοδο. Και ελάχιστοι ως τον βιογράφο του Γεωργίου Καραϊσκάκη, που τον θεωρούσε, τον λάτρευε καλύτερα, ως τη σημαντικότερη μορφή «και τον πιο ηθικό άντρα του ιερού αγώνα». Και δυστυχώς ο «Επαχτίτης» δεν κατόρθωσε να τελειώσει τη βιογραφία του αρχικαπετάνιου. Περίπου όπως ένας άλλος Ρουμελιώτης, ο Κωστής Παλαμάς, δεν κατόρθωσε να συνθέσει ποτέ το έπος του «Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης», του Καραϊσκάκη δηλαδή, όπως ονειρευόταν.
Ξέρουμε πάντως πώς ένιωθε ο ίδιος ο Βλαχογιάννης, πώς αυτοπροσδιοριζόταν: «Δεν είμαι εγώ επιστήμονας (ψυχρός δηλ., ερευνητής), αλλά ποιητής». Πρόκειται για προσωπική εξομολόγησή του στον συνεργάτη του Αγγελο Παπακώστα, ο οποίος και τη δημοσίευσε στη «Νέα Εστία» το 1948, στο αναμνηστικό τεύχος που εκδόθηκε τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Βλαχογιάννη, με την εξής παρατήρηση: «Ο Βλαχογιάννης μού είπε ορθά κοφτά – η έκφραση είναι δική του, την προώριζε μάλιστα και για τίτλο μικρών ιστορικών σημειωμάτων». Ποιητής λοιπόν, όχι πεζογράφος, ή γενικά λογοτέχνης. Πράγμα που ενδέχεται να σημαίνει ότι έβλεπε και τα διηγήματά του σαν γεννήματα της ίδιας εμπνοής, τη δε γλώσσα των λογοτεχνημάτων του ενιαία, όχι χωρισμένη σε ποιητική και πεζογραφική, θερμή και ψυχρή δηλαδή, πυκνωτική και αναλυτική, μεταφορική και περιγραφική.

Ομιλία σε διαδικτυακή ημερίδα του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Γ. Βλαχογιάννη (11/11/2021).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις