ΜΙΚΡΑΣΙΑ 1922: Όψεις του Προσφυγικού Ζητήματος. Μνήμη, Πολιτικές Αποκατάστασης, Πολιτισμική Ιστορία

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΜΙΚΡΑΣΙΑ 1922: Όψεις του Προσφυγικού Ζητήματος. Μνήμη, Πολιτικές Αποκατάστασης, Πολιτισμική Ιστορία[1]


Κυρίες και κύριοι.

Οι εκδηλώσεις μνημόνευσης των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή οι οποίες το 2022 έλαβαν χώρα τόσο σε πανελλήνιο όσο και σε τοπικό επίπεδο, αποτίμησαν το βάθος και το πλάτος των πολεμικών, πολιτικών, κοινωνικών και εκκλησιαστικών γεγονότων που συνέβησαν σε μια μακρά χρονική περίοδο που άρχιζε από τη μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 περίοδο και τελείωνε μέσα σε φωτιά και αίμα το 1922. Πρόκειται για εκείνη την περίοδο του 19ου και των τριών πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, όπως σωστά έχει χαρακτηριστεί «μακρύς αιώνας»[2]. Κύρια χαρακτηριστικά ετούτης της περιόδου ήσαν όχι μόνο τα πολεμικά γεγονότα αλλά τα πολιτικά και τα εκκλησιαστικά, που ως αποτέλεσμα είχαν τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τις μακραίωνες εστίες της Μικράς Ασίας. Ωστόσο, δεν είναι μόνο ο «μακρύς» 19ος αιώνας αυτών των γεγονότων. Όποιος έχει γεγυμνασμένο ιστορικό κριτήριο, ειδικά για τον Ελληνισμό της Ανατολής, μπορεί να αφουγκραστεί την πνοή και την αγωνία του βυζαντινού και μεταβυζαντινού Ελληνισμού, όταν από τον 11ο αιώνα και τη ιστορική μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, ο Ελληνισμός σταδιακά αποκόπτεται από τις ανατολικές ρίζες του και δέκα αιώνες μετά, το 1922, χάνει οριστικά αυτές στις ρίζες και περιχαρακώνεται σε στενά γεωγραφικά όρια, το σημερινό ελλαδικό κρατίδιο.
Όσες και όσοι από εσάς τον Σεπτέμβριο του 2022, στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης, παρακολουθήσατε τις εργασίες του συνεδρίου που οργάνωσε η Εταιρεία Λεσβιακών Μελετών, με την αρωγή του τότε Δήμου Μυτιλήνης και του Αντιδημάρχου Πολιτισμού κ. Παναγιώτη Τσακύρη, θα διαπιστώσατε τα εξής: πρώτον, η Μικρασιατική Καταστροφή, ως ιστορικό γεγονός, 100 χρόνια μετά, το μελετούν οι ανθρωπιστικές επιστήμες, κυρίως η ιστορική· δεύτερον, ως τραυματικό για την πατρίδα μας γεγονός, αδιαμφισβήτητα για τους απογόνους τρίτης, τετάρτης και πέμπτης γενιάς δεν ξεχνιέται εύκολα· και τρίτον, έχω την αίσθηση πως, ό,τι ακούστηκε σε όλες σχεδόν τις εισηγήσεις, αποτελεί έναυσμα για περαιτέρω μελέτη και έρευνα.
Οι εισηγήσεις που έγιναν στο συνέδριό μας, κυρίως, αφορούσαν το Προσφυγικό Ζήτημα, αυτό καθεαυτό. Στηρίχθηκαν σε πεδία έρευνας που προέρχονται από την ιστορική επιστήμη αλλά και από τις κοινωνικές επιστήμες: Ανθρωπολογία, Κοινωνιολογία, Πολιτική Ιστορία, Προφορική Ιστορία κ.λπ. Εξού και ο όρος στον υπότιτλο του Συνεδρίου: Μνήμη,  Πολιτικές Αποκατάστασης, Πολιτισμική Ιστορία.
Ως Επιστημονική και Οργανωτική Επιτροπή, στην οποία είχα την τιμή να συμμετέχω, στο πρόγραμμα του συνεδρίου, εντάξαμε και εισηγήσεις από τον χώρο της Πολιτισμικής Ιστορίας: Λογοτεχνία, Τέχνη και Αρχιτεκτονική, με λίαν πρωτότυπες ανακοινώσεις.
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι, η Μικρασιατική Καταστροφή και η Γενοκτονία που υπέστη ο Ελληνισμός στα 1922, σήμερα 102 χρόνια μετά, δεν μπορεί να είναι απλά ένα παρελθοντολογικό γεγονός, που απλά το μελετάμε και βάσει αυτού γράφουμε τις μελέτες και τα βιβλία μας. Είναι και γεγονός που διαμορφώνει το μέλλον του λαού μας, μακριά βέβαια, από πρακτικές όπου, αντί της ειρήνης προτάσσουν τον πόλεμο. Οφείλουμε στα παιδιά μας να κληροδοτήσουμε ένα κόσμο ειρήνης και συμφιλίωσης των λαών. Ωστόσο, λαός που ξεχνά και δεν μελετά την Ιστορία του, είναι καταδικασμένος να χαθεί. Ο αξέχαστος Γιάννης Τσαρούχης έλεγε ότι, αυτό που σήμερα όλοι μας ονομάζουμε ιστορική παράδοση δεν είναι ένα λεωφορείο που μας πάει προς τα πίσω. Η παράδοση δεν είναι γράμμα νεκρό, αλλά σώμα ζωντανό, προσαρμοστικό στα νέα δεδομένα του πολιτισμού κάθε λαού. Πράγμα που σημαίνει πως η διατήρηση και συντήρησή της απαιτεί από το λαό κατανόηση και πρόσληψη, αποδοχή και προέκταση προς το μέλλον.
Πέρα των επιστημονικών δεδομένων που χρειάζεται για να στηθεί και να διεξαχθεί ένα συνέδριο, στο δικό μας συνέδριο, τα πρακτικά του οποίου απόψε κλήθηκα με συντομία να σας παρουσιάσω, υπήρξε υπόθεση της επιστήμης. Οι δημοσιευμένες εισηγήσεις διακρίνονται για την εξαιρετική προσέγγιση και αναψηλάφηση ζητημάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Όλες, ανεξαιρέτως, κρατούν ολοζώντανη τη μνήμη της. Η μνήμη για να είναι ζωντανή και στις επόμενες γενιές οφείλει να μην ξεχνά. Και γιατί δεν πρέπει να μην ξεχνά; Διότι η σημερινή περιρρέουσα πολιτική πραγματικότητα, σε ό,τι αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως αυτή μέσω των ελεγχόμενων μιντιακών μέσων ενημέρωσης, καθώς φαίνεται, προπαγανδίζει και προσπαθεί να αλλάξει πάγιες ελληνικές θέσεις, οι οποίες είναι καθορισμένες από το Διεθνές Δίκαιο. Εδώ, η διαπίστωση του βρετανού διπλωματικού συντάκτη και συγγραφέας Bruce Clark, στο βιβλίο του Δύο φορές ξένος, είναι καίρια: «κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το μεγαλύτερο τμήμα της Ανατολίας μετατράπηκε σε σφαγείο»[3]. Σ’ αυτόν τον γεωγραφικό χώρο, ένα από τα αποτρόπαια κεφάλαια της Σύγχρονης Ιστορίας, κατά τον Clark, ήταν η εθνοκάθαρση του ελληνικού και του αρμενικού πληθυσμού. Η λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία» πάνω από τα θεμέλια που χτίστηκαν με τα οστά των μαρτυρικών λαών των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Κούρδων κ.ά., ποτέ δεν αποστασιοποιήθηκε από τους πολιτικούς υποκινητές και αυτουργούς των μαζικών σφαγών Νεότουρκους –για τη δράση και τις μεθόδους των οποίων θα είχε σήμερα πολλά να μας διηγηθεί ο αείμνηστος Κωνσταντινοπουλίτης ιστορικός Νεοκλής Σαρρής[4]– και να καταδικάσει τις εγκληματικές πράξεις τους.
Ο τόμος των Πρακτικών του συνεδρίου αποτελείται από 480 περίπου σελίδες. Σ’ αυτές συμπεριλαμβάνεται ο πρόλογος του Στρατή Αναγνώστου, προέδρου της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών, στον οποίο γίνεται λόγος για τον στόχο της Εταιρείας μας όπου, με τη οργάνωση του συνεδρίου των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, διερευνήθηκαν σε βάθος τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα της δεκαετίας 1912-1922, όταν με την στρατιωτική εξόρμηση της Ελλάδας έγινε προσπάθεια να πραγματωθεί το όραμα της Μεγάλης ταύτης Ιδέας, εμπνευστής της οποίας ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης.
Ακολουθεί παράρτημα φωτογραφικού αρχειακού υλικού 60 σελίδων με κατατοπιστικό υπομνηματισμό από τον Στρατή Αναγνώστου και την Μαρία Μόσχου, ιστορικό της Τέχνης και επιμελήτρια του τόμου των Πρακτικών. Το υλικό ανήκει στο αρχείο του Στρατή. Αξίζει κανείς να φυλλομετρήσει αυτές τις σελίδες του παραρτήματος για ένα βασικό λόγο: τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφή που, μέσω φωτογραφικού υλικού, σήμερα είναι προσιτά σε εμάς, δεν σκοπεύουν μόνο στο να συνεχίζουμε σήμερα να θρηνούμε την απώλεια των πατρογονικών εστιών. Αυτό, άλλωστε, είναι αυτονόητο. Για την ελληνική κοινωνία του 2024, συνιστούν παράλληλα και αφορμή για έντιμη και θαρραλέα συζήτηση που οφείλει να γίνεται για όσα συνέβησαν την ταραγμένη δεκαετία 1912-1922.
Η πρώτη δημοσιευμένη στα Πρακτικά εισήγηση είναι του Στρατή Αναγνώστου. Τίτλος της: «Φιλούσαμε το χώμα που πατούσαμε. Επιστολές του Μηθυμναίου λογία Άγγελου Σωτηριάδη από το Μικρασιατικό Μέτωπο». Πρόκειται για ιστορική μαρτυρία που προέρχεται από το οικογενειακό περιβάλλον του Στρατή. Ο Άγγελος Σωτηριάδης ήταν γιός της γιαγιάς του Στρατή και οι επιστολές του απευθύνονταν στην αδερφή του Ελευθερία· αλληλογραφία που κράτησε τέσσερα περίπου χρόνια, από τον Οκτώβριο του 1918 έως τον Φεβρουάριο του 1922. Ο Μηθυμναίος λοχίας έζησε τα γεγονότα της εξόρμησης του ελληνικού στρατού στη Μικρασία και όπως διασώζει ο Στρατής στρατεύτηκε, πολεμικά και ιδεολογικά, στον πατριωτισμό και στον μεγαλοϊδεατισμό, πιθανόν και με τη συμβολή του Γερμανού Καραβαγγέλη, γνωστού ιεράρχη για την σημαντικότατη συμβολή του στον Μακεδονικό Αγώνα. Διαβάζοντας αποσπάσματα των επιστολών και το σχολιασμό τους, διαπιστώνουμε ότι η αλληλογραφία του Άγγελου Σωτηριάδη πέραν της μη λογοκρισίας της, χαρακτηρίζεται για την επιθυμία της αποστράτευσης αλλά και της εκπλήρωση του εθνικού χρέους. Σημαντική, εδώ, είναι και η παράθεση φωτογραφιών των επιστολών.
Η εισήγηση του Στρατή Χαραλάμπους, αγαπητού φίλου και πολύ καλού γνώστη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, με τίτλο: «Τα αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής και το Κίνημα Χίου και Μυτιλήνης», εισάγει τον αναγνώστη στα πολεμικά γεγονότα, θέτοντας το ερώτημα «αν έπρεπε να εκστρατεύσουμε στη Μικρά Ασία;» Πρόκειται για ερώτημα με το οποίο 102 χρόνια μετά την καταστροφή αναμετριέται ακόμα η ιστορική επιστήμη. Όπως αναμετριέται και με αντίστοιχα ερωτήματα: «Υπήρξε η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, ως αφετηρία, και η επέκταση έκτοτε της ελληνικής κυριαρχίας στην Ιωνία, λελογισμένη πολιτική πράξη; Ή μήπως αποτέλεσε εκδήλωση πνεύματος τυχοδιωκτικού ή, έστω, επιλογή παρακινδυνευμένη, προορισμένη να προσκρούσει σε αντιδράσεις ανυπέρβλητες; Είχε, τελικά, σταθμιστεί ορθά η ρέουσα διπλωματική συγκυρία –η στάση, ειδικότερα, των συμμάχων Μεγάλων Δυνάμεων και η ισχύς της τουρκικής αντίδρασης; Υπήρξε, ακόμη, συμβατή με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών αρχή έκτοτε ευρέως αποδεκτή-, ή αποτέλεσε την απόρροια ενός επίμεμπτου ελληνικού ιμπεριαλισμού; Και πώς, τελικά, ερμηνεύτηκε η πολιτική επιλογή που υιοθέτησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη διαχείριση του Μικρασιατικού Ζητήματος;» Όπως καταλαβαίνετε τα παραπάνω ερωτήματα, το ένα του Στρατή και τα άλλα ενός επίσης καλού γνώστη της Μικρασιατικού Ζητήματος, του Κωνσταντίνου Δ. Σβολόπουλου[5], θέτουν τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, ακόμα και σήμερα νέα ζητούμενα (disiterata) προσέγγισης της νεοελληνικής ιστορικής έρευνας γύρω από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Στρατής, πάντως, στο δικό του ερώτημα δίνει απάντηση: «η Ελλάδα δεν έπρεπε να εκστρατεύσει μόνη της στη Μικρά Ασία». Ο Βενιζέλος, στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού το 1919 έπρεπε να θέσει σε προτεραιότητα την εκπλήρωση άλλων εθνικών στόχων.
Η εισήγηση της κας Κλειώς Χατζηδανιήλ μας μεταφέρει σε άλλο περιβάλλον: στην Κοινωνία των Εθνών και στο πως οι φιλανθρωπικές οργανώσεις διαδραμάτισαν σημαντικότατο έργο στην αποκατάσταση των Μικρασιατικών προσφύγων. Η έννοια του πρόσφυγα κατά την εποχή του Μεσοπολέμου, όχι μόνο του Μικρασιάτη πρόσφυγα αλλά και του πρόσφυγα που προέρχονταν από άλλες περιοχές της Ευρώπης όπως αυτές που δημιούργησε η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, αποτέλεσε εξίσου ανθρωπιστικό και πολιτικό πρόβλημα. Η εισήγηση επικεντρώνεται στο ρόλο της Κοινωνίας των Εθνών, της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασιών και των φιλανθρωπικών οργανώσεων –της ΕΑΠ- για την αποκατάσταση και την αφομοίωση των Μικρασιατών προσφύγων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.
Ο Σάββας Κωφόπουλος, ο αγαπητός γιατρός μας και ιστοριοδίφης, στην εισήγησή του κάνει λόγο για την ανταλλαγή των μουσουλμάνων της Λέσβου το 1923 βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης. Αξιοποιώντας αρχειακό υλικό, καταγράφει περιπτώσεις μουσουλμάνων που κατοικούσαν στη Μυτιλήνη και σε χωριά της Λέσβου (Άγρα, Σκαλοχώρι, Σίγρι) οι οποίοι αντηλλάγησαν με Έλληνες που ζούσαν στη Μικρασία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μουφτή Μυτιλήνης Attaullah, που στις 21 Κτωβρίου 1923 έστειλε από το Αϊβαλί στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση σχετικό για τον ασφαλή τρόπο μεταφοράς μουσουλμάνων τηλεγράφημα. Χαρακτηριστική για την ανταλλαγή και η διήγηση της γιαγιάς του Σάββα, Μαρίας Σάββα από τον Πολιχνίτο, για το πώς σπίτια μουσουλμάνων έγιναν ιδιοκτησία πεινασμένων Μικρασιατικών προσφύγων.
Ο εκπαιδευτικός και ιστορικός Νίκος Ανδριώτης, γνωστός και από το κεφάλαιο που έχει γράψει στο βιβλίο Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου για το προσφυγικό ζήτημα, στο συνέδριό μας συμμετείχε με δύο εισηγήσεις: μια κεντρική και μια σε ειδική συνεδρία. Η πρώτη εισήγηση, με τίτλο: «Η άφιξη και το πρώτο διάστημα εγκατάστασης των προσφύγων στη Λέσβο (1912-1923)», διερευνά πως η Λέσβος από τον πρώτο ακόμα διωγμό του 1914 έγινε αποδέκτης Μικρασιατικών προσφύγων αλλά και πως πρόσφυγες μέσω Λέσβου, Χίου και Σάμου διαπεραιώθηκαν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Η εισήγηση, βασισμένη στα δημοσιεύματα του τότε Τύπου, κάνει λόγο για τα τεράστια προβλήματα υποδοχής, εγκατάστασης, περίθαλψης, στέγασης και πολιτογράφησης των προσφύγων στη Λέσβο καθ’ όλη τη διάρκεια του 1922 και 1923, με την παράθεση σχετικών με τον αριθμό των προσφύγων πινάκων στην πόλη της Μυτιλήνης και σε διάφορα χωριά. Η δεύτερη εισήγησή του, με τίτλο: «Τα προβλήματα στην αποκατάσταση των προσφύγων στη Λέσβο και τη Λήμνο μέσα από την Έκθεση του γενικού Επιθεωρητή της ΕΑΠ Πέτρου Ευρυπαίου τον Νοέμβριο του 1924», εισάγει τον αναγνώστη στο ρόλο που διαδραμάτισε η ΕΑΠ- συστήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1923 με πρωτόκολλο που υπογράφτηκε στη Γενεύη- που, ως αυτόνομος οργανισμός και υπό τη εποπετεία της Κοινωνίας των Εθνών, βοήθησε στην αποκατάσταση των προσφύγων στη Λέσβο και τη Λήμνο. Σημαντική πηγή γι’ αυτή υπήρξε η αναφορά του Νομάρχη Λέσβου Πέτρου Ευρυπαίου προς το Υπουργείο Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεων στις 22 Μαΐου 1913.
Τρεις εισηγήσεις που στον τόμο των Πρακτικών δημοσιεύονται διαδοχικά η μία μετά την άλλη αφορούν ζητήματα αποκατάστασης, στέγασης και χωροθέτησης των προσφυγικών οικισμών που δημιουργήθηκαν με την άφιξη προσφύγων στη Λέσβο. Η πρώτη είναι της κας Μαρίας Τσιτιμάκη· στον αναγνώστη προσφέρει πρωτογενές υλικό από τα ΓΑΚ για την αστική και αγροτική αποκατάσταση προσφύγων στη Λέσβο, με διακυμάνσεις στον αριθμό ήδη από το 1914 έως το 1929 και με αναφορές σε αγροτικές εκτάσεις και σε μοναστηριακά κτήματα. Η συνεισφορά της κας Τσιτιμάκη στην κατανόηση του οικιστικού μετασχηματισμού της Λέσβου είναι πρωτότυπη.
Στην ίδια κλίμακα κινείται και η εισήγηση της κας Δήμητρας Γλεντή, με τίτλο: «Στεγάζοντας τους πρόσφυγες. Σχεδιασμός, χωροθέτηση και κατασκευή των προσφυγικών συνοικισμών της Μυτιλήνης». Από το 1992 έως το 1930, το πρόβλημα της στέγασης των προσφύγων στη Μυτιλήνη παρέμεινε επιτακτικό, καθώς μόνο οι μισοί πρόσφυγες της πόλης είχαν μέχρι το 1930 πρόσβαση στην κρατική στέγη, σημειώνει η κα Γλεντή.
Πέραν της πόλης της Μυτιλήνης, πρόβλημα αποκατάστασης είχαν και άλλες περιοχές του νησιού. Για το Σίγρι, κατά την περίοδο 1912-1926, και το πώς αυτός ο οικισμός μετασχηματίστηκε λόγω της εισροής Μικρασιατικών προσφύγων, κάνει λόγο η κοινή εισήγηση της κας Μαρίας Τσιτιμάκη και του Στρατή Αναγνώστου. Εδώ, οι αναφορές των συγγραφέων αφορούν ζητήματα εγκατάλειψης του οικισμού από μουσουλμάνους –να σημειώσω εδώ ότι το Σίγρι μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας κατοικούταν αποκλειστικά και μόνο από μουσουλμάνους, κι αυτό όπως είναι γνωστό οφείλονταν στα επονομασθέντα «φόβια» του 1912- και εποικισμού από προσφυγικές οικογένειες, ακόμη κι από νησιά της Προποντίδας, με διεκδικήσεις γαιών, οι οποίες δημιουργούσαν συγκρούσεις και αναταραχές.
Η εισήγηση της κας Αφροδίτης Πελτέκη για τον σχηματισμό και την εξέλιξη της σωματειακής οργάνωσης της πρώτης γενιάς Μικρασιατών προσφύγων στη Λέσβο (1914-1936), πράγματι, είναι πρωτότυπη. Εστιάζει τη προσοχή του αναγνώστη σε δύο περιόδους (1914-1918) και (1918-1936), τον Διωγμό και τον Μεσοπόλεμο. Και στις δύο αυτές περιόδους η σωματειακή οργάνωση των προσφύγων έπαιξε σημαντικό ρόλο τόσο στην αντιμετώπιση προβλημάτων αποκατάστασής τους όσο και σε ζητήματα μνημόνευσης των αλησμόνητων πατρίδων. Ο αναγνώστης διαβάζοντας την εισήγηση της Πελτέκη θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει αρκετά προσφυγικά σωματεία και συλλόγους, με τα καταστατικά τους.
Πρωτότυπη είναι και η κοινή εισήγηση της κας Θάλειας Κυριακοπούλου και της κας Μαρίας Γ. Παπαγεωργίου. Γιατί; Διότι στον αναγνώστη προσφέρει τη γνώση πως σε αρχαιολογικούς χώρους, ως τόποι εγκατάστασης, αποτυπώθηκαν προσφυγικές μνήμες. Αυτοί, λοιπόν, οι χώροι έγιναν τόποι όπου Μικρασιάτες πρόσφυγες αποτύπωσαν το κοινωνικό τους προφίλ, εντελώς διαφορετικό σε πολιτισμό και κουλτούρα από αυτό των γηγενών κατοίκων της Λέσβου. Τέτοια μνημεία ήταν το Κάστρο, το Γενί Τζαμί, το Βαλιδέ Τζαμί, τα Τζαμιά του Μεσαγρού, της Φίλιας, το Υδραγωγείο στις Καμάρες, αλλά και μνημεία της κλασικής αρχαιότητας όπως ρωμαϊκές και ελληνιστικές κατοικίες και επαύλεις. Πλουσιότατο στην εισήγησή τους είναι το φωτογραφικό υλικό που παραθέτουν οι δύο εισηγήτριες.
Για τις κρήνες που κατασκευάστηκαν κατά την οθωμανική περίοδο στη Μυτιλήνη και στα περίχωρά της και την απόξεση των επιγραφών τους μετά τα γεγονότα της Μικρασιατικής τραγωδίας, κάνει λόγο η εισήγηση του γνωστού γιατρού και ιστοριοδίφη Μάκη Αξιώτη και του γιού του Στρατή. Η συναισθηματική φόρτωση του ηττημένου ελληνικού στρατού αλλά και το πλήθος κατατρεγμένων προσφύγων ήσαν οι αιτίες καταστροφής των επιγραφών των οθωμανικών κρηνών.
Πρωτότυπη είναι η εισήγηση της κας Ιωάννας Κατσαργύρη - Μαρκεζίνη για «αφηγήσεις» από τους Μικρασιάτες ιδιοκτήτες των χαμάμ στην πόλη της Μυτιλήνης. Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που εκτίνεται από την Επάνω Σκάλα μέχρι τα όρια του συνοικισμού Σαβαρλή, επιζητούσαν την έξοδό τους προς το κέντρο της πόλης όπου βρίσκονταν τα χαμάμ, αναζητώντας εργασιακή απασχόληση. Το γνωστό Γενί Τζαμί ήταν το διαχωριστικό όριο ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς Μικρασιάτες πρόσφυγες. Τα χαμάμ, λοιπόν, αποτέλεσαν κοινωνικούς χώρους συλλογικής καθαριότητας και αναψυχής όπου το βιοτικό ύφος –σε όλες τις εκδοχές- των κατοίκων της πόλης, ανάλογα καθόριζε την κοινωνική και οικονομική θέση των προσφύγων.
«Του γαρ σοφού πάσα μεν η γη πατρίς, πόλις δε ο κόσμος», έλεγε ο Ευγένιος Βούλγαρης, κορυφαίος διδάσκαλος του Γένους. Η εισήγηση του συναδέλφου Χρήστου Χατζηλία, με τίτλο: «“Αχ, βαχ Κεμέρ, Αϊβαλί. Η δικιά μου πατρίδα είναι η Μυτιλήνη…”. Μικρασιάτες πρόσφυγες στο Σκαλοχώρι. Σκαλοχωρίτες μουσουλμάνοι στο Αϊβαλί», βασίζεται σε πρωτογενές αρχειακό υλικό και διερευνά τη λαχτάρα και την αγάπη για την πατρίδα Ελλήνων και μουσουλμάνων προσφύγων που αντηλλάγησαν μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923). Οι «καινούργιες πατρίδες» των προσφύγων και το αγνάντεψα ένθεν κακείθεν των απέναντι πατρίδων όπου είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει πριν την καταστροφή, ακόμα και σήμερα αποτελούν τόποι συνάντησης και αλληλεγγύης απλών ανθρώπων.
Η κα Αγγελική Ράλλη, Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πατρών, στην εισήγησή της κάνει λόγο για την ποικιλία της ελληνικής γλώσσας στη Μικρά Ασία στις αρχές του 20ού αιώνα. Σημαντική παράμετρος ετούτης της ποικιλίας είναι η ταξινόμηση σε ομάδες, «χωρίς ο γεωγραφικός χώρος να αποτελεί και τον καθοριστικό παράγοντα για την ένταξη σε ομάδα». Η συμβολή της κας Ράλλη στη μελέτη των διαλέκτων της Μικράς Ασία μάς είναι γνωστή και από άλλες μελέτες της[6].
Με τη συμμετοχή των Μικρασιατών δημιουργών στη «Λεσβιακή Άνοιξη» ασχολείται η εισήγηση του Αριστείδη Καλάργαλη. Αξιοποιεί τον Τύπο της εποχή και φέρνει στο προσκήνιο πως ο κύκλος της «Λεσβιακής Άνοιξης», με κορυφαίους λογοτέχνες και ζωγράφους, όπως ο Ηλίας Βενέζης, ο Φώτης Κόντογλου, ο Ορέστης Κανέλλης, ο Στρατής Δούκας, ο Στράτης Μυριβήλης κ.ά., αποτέλεσε ξεχωριστό λογοτεχνικό και εικαστικό ρεύμα.
Δύο εισηγήσεις με αναφορές σε μνήμες από τη Μικρασία σε έργα ζωγράφων, είναι ξεχωριστές και πρωτότυπες. Πρόκειται για την κοινή εισήγηση της κας Αφροδίτη Κούρια και της κας Ελίζας Πολυχρονιάδου, με τίτλο: «Σπύρος Παπαλουκάς. Μνήμες από τη Μικρασία σε έργα της “περιόδου της Μυτιλήνης”» και του Σπύρου Μοσχονά, με τίτλο: «Κόντογλου, Κανέλλης, Καπάνταης. Το εικαστικό αποτύπωμα του ‘22». Για το Παπαλουκά, οι εισηγήτριες σημειώνουν ότι υπάρχουν «μεγάλα κενά στις γνώσεις μας» για την παραγωγή ζωγραφικών έργων του στη Μικρά Ασία, «σε σχέση με τα έργα της Λέσβου, αφενός στο εικονογραφικό και αφετέρου στο μορφολογικό πεδίο». Για τους άλλους τρεις ζωγράφους, ο κ. Μοσχονάς εύστοχα θέτει το ερώτημα αν η τέχνη τους ήταν προσφυγική, μιας και συνδύασαν την παράδοση με τον μοντερνισμό.
Η Νέα Κοκκινιά είναι από τους κατ’ εξοχήν συνοικισμούς που δέχθηκε πρόσφυγες όχι μόνο από τη Μικρασία αλλά από τον Πόντο και τη Θράκη. Η εισήγηση της κας Μαρίας Πούλου, με τίτλο: «Με κοσμοπολίτικη συνείδηση και φιλότεχνο ήθος. Όψεις εικαστικής δραστηριότητας στον προσφυγικό συνοικισμό της Κοκκινιάς», διερευνά όψεις φωτογραφικής, ζωγραφικής, γλυπτικής, ταπητουργικής, λαϊκής επιγραφικής, διαφημιστικής και σκιτσογραφικής παραγωγής Μικρασιατών καλλιτεχνών, στο πλαίσιο του ρόλου που έπαιξε το τοπικό θεσμικό δίκτυο αλληλεγγύης.
Για το γνωστό Άγαλμα της Ελευθερίας στη Μυτιλήνη και το επί δεκαετία χρονικό της ανέγερσής του (1919-1930) κάνει λόγο η εισήγηση του φέρελπι και πολλά υποσχόμενου στον χώρο της Πολιτισμικής Τεχνολογίας νέου επιστήμονα Γιάννη Αναγνώστου. Η εισήγησή του και το βίντεο με τίτλο: «Η Ελευθερία άργησε να έρθει» -δημιουργός του είναι ο Γιάννης· για πρώτη φορά παρουσιάστηκε στο συνέδριο- φέρνει στο φως άγνωστα στοιχεία του αγάλματος που μέχρι σήμερα κοσμεί το Λιμάνι της Μυτιλήνης.
Ο τόμος των Πρακτικών κλείνει με τη εισήγηση του Δημήτριου Παπαχρυσού, Προέδρου του Συλλόγου Μικρασιατών Προσφύγων Σκάλας Λουτρών Λέσβου. Το Μουσείο Προσφυγικής Μνήμης 1922 το οποίο ιδρύθηκε στις 12 Αυγούστου 2006 και τα κειμήλια που βρίσκονται σ’ αυτό (φορεσιές, χάρτες και άλλα εκθέματα), ενθύμηση της Μικρασιατικής πατρίδας, στη μέχρι σήμερα λειτουργία του επιτελεί σημαντικό έργο, κυρίως με πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα.
Στον τόμο των Πρακτικών, στους επιμελητές του δεν εστάλησαν και δεν συμπεριλήφθησαν επτά εισηγήσεις οι οποίες όμως ήταν στο πρόγραμμα του συνεδρίου.

Κυρίες και κύριοι.

Η Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του ’22 και μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, ήταν μια χώρα ηττημένη στρατιωτικά, διχασμένη πολιτικά, και σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, διεθνώς απομονωμένη και απειλούμενη από τις γειτονικές χώρες· ήταν όμως και οικονομικά κλονισμένη και υποχρεωμένη να περιθάλψει τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Δεν χωρά αμφιβολία ότι η Συνθήκη της Λωζάννης αντανακλούσε το συσχετισμό του ποιος ήταν ο πιο ισχυρός στο πεδίο των διαπραγματεύσεων. Κι αυτό φάνηκε στη διαμόρφωση της νέας κατάστασης που είχε διαμορφωθεί ήδη από το 1920.

[1] Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του τόμου Πρακτικών Επιστημονικού Συνεδρίου: ΜΙΚΡΑΣΙΑ 1922 Όψεις του Προσφυγικού Ζητήματος Μνήμη, Πολιτικές Αποκατάστασης, Πολιτισμική Ιστορία. Μυτιλήνη 2024· (10 Δεκεμβρίου 2024. Αίθουσα Τελετών Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής).
[2] Πολίτης, Αλέξης. (1993). Ρομαντικά Χρόνια. Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880. Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε. Μνήμων, σ. 13.
[3] Clark Bruce. (2007). Δύο φορές ξένος. Οι μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν την Σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία, μτφρ. αρμενικού. Αθήνα: Ποταμός, σ. 27.
[4] Το δίτομο έργο του Οσμανική Πραγματικότητα. Συστημική παράθεση δομών και λειτουργιών, Αθήνα 1990, εκδ. Αρσενίδης παραμένει έργο αναφοράς.
[5] Σβολόπουλος, Δ. Κωνσταντίνος. (2009). Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 1.
[6] Βλ. Λεξικό Διαλεκτικής Ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Ορθογραφικό. Προφοράς. Ερμηνευτικό. Χρηστικό. Ετυμολογικό. Συνωνύμων, εκδ. Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών, Αθήνα 2017.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις