Ο Νεόφυτος Βάμβας διδάσκαλος του Γυμνάσιου Χίου

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Η λογιοσύνη των Χιωτών πολλάκις έχει εγκωμιασθεί και επαινεθεί[1]. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Χίος χάρη στις πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές της κατάφερε να εξελιχθεί σ’ ένα αστικό κυρίως κέντρο, με ταυτόχρονη ανάπτυξη της παιδείας, όπως άλλωστε και πολλές άλλες πόλεις του ευρύτερου μεσογειακού και βαλκανικού χώρου, η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη και τα Γιάννενα. Για το σημερινό ιστορικό και ερευνητή των εκπαιδευτικών ζητημάτων της Χίου κατά την Τουρκοκρατία, παραμένει ανοικτό το πρόβλημα της αρτιότερης ανασύνθεσής των. Αν οι πηγές και τα ιστορικά τεκμήρια σήμερα είναι πλούσια, είναι δυσχερής η συγκρότηση καθαρής εικόνας της ανάπτυξης των γραμμάτων σ’ αυτή, μιας και συνεχώς προσκρούουμε σε λάθη ή παραλείψεις ή και γενικότητες παλαιοτέρων ιστορικών. Θα αναφέρω εδώ ως παράδειγμα τη διδακτική δραστηριότητα στη Χίο, ενός σημαντικού ιερωμένου λογίου του 18ου αιώνα, του αγίου Αθανασίου Παρίου. Μαχητικός εκφραστής της θεωρίας του Αντιδιαφωτισμού ο Πάριος για μια εικοσαετία περίπου (1786 - 1811) υπήρξε διευθυντής στη Σχολή της Χίου. Η σχολαρχία του σ’ αυτή κρίθηκε παλαιότερα από σημαντικούς ιστορικούς, ως μια περίοδος υπερσυντηρητισμού και φανατισμού, αφού ο Πάριος στη μακρόχρονη διδακτική δράση του όχι μόνο στη Σχολή Χίου αλλά και σε άλλα περιώνυμα σχολεία του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού δεν δέχθηκε να συμπορευτεί με τα αιτήματα του Διαφωτισμού. Ολόκληρο σχεδόν το συγγραφικό έργο του στράφηκε εναντίον των «λιμπερτίνων» και «αθέων» Ευρωπαίων φιλοσόφων, των οποίων οι ιδέες εύρισκαν ιδιαίτερη απήχηση στην καθ’ ημάς Ανατολή. Η αποτρεπτική παραίνεσή του «φεύγετε την Ευρώπην» πέρασε και στο διδακτικό έργο του[2]. Το πρόγραμμα των μαθημάτων του στη Σχολή της Χίου περιλάμβανε σχολαστικά ως επί το πλείστον μαθήματα: Γραμματική, Ρητορική, Φιλοσοφία, Λογική, Ηθική, Μεταφυσική, σύμφωνα με τη μέθοδο του Θεοφίλου Κορυδαλλέα και Θεολογία, με αυξημένη χρήση των πατερικών κειμένων, με σκοπό σ’ ότι αφορά την τελευταία, να διδάσκονται οι ελληνόπαιδες την «κατήχησιν των πατροπαραδότων δογμάτων»[3], προκειμένου η Ορθόδοξη Εκκλησία να στελεχωθεί με αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό, κατάλληλα προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει όχι μόνο το διαφωτιστικό ρεύμα, αλλά και την προσηλυτιστική δράση των δυτικών μισσιοναρίων. Αυτή η εκπαιδευτική πραγματικότητα πρόβαλλε μια διαφορετική εικόνα της παιδείας απ’ αυτή που επιζητούσαν οι φορείς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, και συγκεκριμένα ο Αδαμάντιος Κοραής. Είναι γνωστός άλλωστε ο αφορισμός του τελευταίου για τη εμμονή των διδασκάλων στη γραμματική παιδεία: «και πρώτον μεν πρέπει να λαλήσω περί της Γραμματικής, ή μάλλον ειπείν, περί των αναρίθμητων Γραμματικών, αι οποίαι πολιορκούσι τα Ελληνικά φροντιστήρια, με τόσην βλάβην των σπουδαζόντων την γλώσσαν, ώστε (πράγμα παράδοξον, αλλά κατά δυστυχίαν αληθέστατον) περισσότερον ήθελ’ ωφελήσειν το γένος όστις καίει παρά όστις γράφει Γραμματικάς»[4]. Χάρη σ’ αυτή την εμμονή στα γραμματικά μαθήματα αλλά και την πολεμική και απολογητική στάση του Παρίου έναντι των προκλήσεων του Διαφωτισμού, παλαιότεροι και νεότεροι ιστορικοί, φορείς του διαφωτιστικού και ειδικότερα του  κοραϊκού πνεύματος, τον ενέταξαν στους «φωτοσβέστες» διδασκάλους του Γένους, αδυνατώντας έτσι να συλλάβουν, έστω και ελάχιστα, το γεγονός ότι αυτή η στάση συνδυαζόταν άμεσα με τη φιλοκαλική παράδοση, αυθεντική έκφραση της Ορθοδοξίας στη μετά την άλωση της Πόλης (29 Μαΐου 1453) περίοδο του Ελληνισμού. Για τη Σχολή της Χίου μόνο όταν παραιτήθηκε ο Πάριος το 1811 και τη διεύθυνσή της αναλάμβανε λίγα χρόνια αργότερα το 1815 ο Νεόφυτος Βάμβας σήμανε ταυτόχρονα και τη αναγέννησή της. Για το απλούστατο, βέβαια, λόγο ότι ο Βάμβας από τους πιστότερους φίλους και συνεργάτες του Κοραή, κατόρθωσε όπως παρακάτω θα δούμε, να εισαγάγει στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο τις ιδέες του Διαφωτισμού. Επηρεασμένος από τις ελληνοκεντρικές ιδέες του μαικήνα του, πίστευε ότι μέσω της εκπαίδευσης θα ερχόταν και η πολιτική ελευθερία των Ελλήνων[5]. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, στην πορεία του ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός εμφανιζόταν να διεκδικεί συνολικές ανατροπές σε καταστάσεις και συμπεριφορές που θεωρούνταν πρόσκομμα στον προσανατολισμό της νεοελληνικής εκπαίδευσης προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Οι ιδεολογικές συντεταγμένες που καθόρισαν το πλαίσιο της παιδείας από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, πρέπει να αναζητηθούν σε εκείνες τις ομάδες των λογίων που η ευκίνητη ιδεολογική ταυτότητά τους στόχευε στην κατίσχυση της μιας πάνω στην άλλη. Μιλούμε εδώ για εκείνη την ιδεολογική διαμάχη που διαπέρασε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και εκφράστηκε μέσα από τη «μάχη των φυλλαδίων» κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Κ. Θ. Δημαρά[6]. Η ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων του Διαφωτισμού, εστιάστηκε κυρίως σε πέντε μεγάλα εκπαιδευτικά κέντρα, τα Γιάννενα, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τις Κυδωνίες και τη Χίο. Εδώ, ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο χαρακτήρας του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι ιδέες του οποίου παροχετεύτηκαν από τον Ευρωπαϊκό,  διαμορφώθηκε δείχνοντας σαφή στροφή προς τη γαλλική παιδεία. Οτιδήποτε είχε σχέση μ’ αυτή σφραγιζόταν από τις ρηξικέλευθες εκδηλώσεις του γαλλικού πνεύματος: Βολταίρος, Γαλλική Εγκυκλοπαίδεια, Ιδεολόγοι, στοιχεία που γόνιμα αφομοιώθηκαν από αρκετούς λογίους όπως ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, ο Δημήτριος Καταρτζής ή Φωτιάδης, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Βενιαμίν Λέσβιος, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Αθανάσιος Ψαλίδας κ.α[7]. Η ώσμωση αυτή των δύο μεγάλων ιστορικών μεγεθών, Ευρωπαϊκού και Νεοελληνικού Διαφωτισμού, άμεσα συσχετίσθηκε με την παιδεία των παραπάνω εκπαιδευτικών κέντρων. Σ’ αυτά, από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και εξής παραδοσιακές, υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας και προοδευτικές υπό τον έλεγχο των διαφωτιστών λογίων δομές της παιδείας, συνέστησαν το πολιτισμικό κλίμα πάνω στο οποίο η ελληνική κοινωνία προετοίμασε την κατάκτηση της ελευθερίας της από τον ασιάτη δυνάστη κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821[8].     
Ειδικότερα, οι Σχολές της Σμύρνης, των Κυδωνιών και της Χίου, επιτάχυναν τις διαδικασίες για μετάβαση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων τους από το παραδοσιακό στο διαφωτιστικό πνεύμα
[9]. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι τυχαίο ότι τα παραπάνω ανώτερα σχολεία όφειλαν την ύπαρξή τους και στην εμπορική δραστηριότητα εξεχόντων Ελλήνων που συνεχώς μεριμνούσαν για την αναβάθμισή τους. Η Σμύρνη, κοσμοπολίτικο αστικό κέντρο αποτελεί ένα από τα πιο εύγλωττα παραδείγματα όπου η νεοελληνική εκπαίδευση προσανατολίστηκε προς τα οράματα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Το Φιλολογικό Γυμνάσιό της, που ιδρύθηκε το 1808 αποτέλεσε για μια δεκαετία το προπύργιο των ιδεών των φώτων. Οι ανακαινιστικές προσπάθειές των διδασκάλων του το έφεραν γρήγορα σε σύγκρουση με την καλά εδραιωμένη Ευαγγελική Σχολή. Η διαμάχη μεταξύ των δύο Σχολών, καταδεικνύει με τρόπο δραματικό τη μαχητικότητα των αντίπαλων ιδεολογικών ρευμάτων. Η διδασκαλία σ’ αυτό των νέων επιστημών, Μαθηματικών, Φυσικής, Χημείας, Γεωγραφίας και Αστρονομίας, από τον  Κωνσταντίνο Κούμα, τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων και τον αδελφό του Σοφοκλή Οικονόμο, λογίους ενταγμένους στις ιδέες του Κοραή και η αντίδραση της τοπικής Εκκλησίας απέναντι στον αποπροσανατολισμό της παιδείας από τις παραδοσιακές δομές, που επιχειρήθηκε από συνειδητούς στόχους της πλειονότητας των φορέων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, κατέληξε στη βίαιη διάλυση του Φιλολογικού Γυμνασίου το 1819[10].
Οι Κυδωνίες στη συνέχεια, πόλη ακτινοβολούσα, της οποίας η αστική τάξη διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη των γραμμάτων, ακολούθησε κι αυτή το διαφωτιστικό ρεύμα. Η Σχολή της - μας είναι γνωστή με διάφορες ονομασίες Γυμνάσιο, Ελληνομουσείο, Μουσείο, Φιλοσοφική Σχολή - ιδρύθηκε το 1800 και διευθυντής της διορίστηκε ο δημιουργικότερος και ο πιο πρωτότυπος εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού των αρχών του 19ου αιώνα, ο Βενιαμίν Λέσβιος. Η διδασκαλία του σ’ αυτή των φυσικομαθηματικών επιστημών στάθηκε η αφορμή η αναγεννητική προσπάθειά του, συνεπικουρούμενη και από τη διδασκαλία του Θεοφίλου Καϊρη και του Γεωργίου Σαράφη, να λάβει τέλος λόγω των εντόνων αντιδράσεων του Παρίου, διευθυντή τότε στη Σχολή της Χίου. Η διένεξη των δύο ιερωμένων λογίων είχε ωστόσο βαθύτερα αίτια. Πέρα από τη διαφαινόμενη αντίθεσή τους, για τη θετική ή αρνητική συστράτευση της παιδείας με τις φιλελεύθερες αξίες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που προχωρούσαν ακόμη και σε πολιτικούς οραματισμούς - ο Λέσβιος υπήρξε οπαδός της φιλοσοφίας των Ιδεολόγων[11] - η ιδεολογική σύγκρουσή τους, αν και κινήθηκε σε επίπεδο θέσεων και απόψεων για την παιδεία, βασιζόταν σε δύο ριζικά αντίθετες κοσμοαντιλήψεις. Απέναντι στην ευρύτερη και πολυσύνθετη παιδεία, προσπελάσιμη στα διαφωτιστικά πρότυπα που ήθελε ο Λέσβιος, βρισκόταν το αντίδοτο στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό, η ορθώς εννοούμενη διατήρηση του πατροπαράδοτου, πάνω στο οποίο εστίασε το διδακτικό έργο του ο Πάριος[12].
Για να συμπληρώσουμε την εικόνα των εκπαιδευτικών κέντρων που ακολούθησαν τα ιδεολογικά ρεύματα της φωτισμένης Ευρώπης, πρέπει να αναφερθούμε και στη Σχολή της Χίου, που από τον καιρό της αποχώρησης του Παρίου το 1811, παρουσίασε ανάλογη εξέλιξη με αυτή της Σμύρνης και των Κυδωνιών. Ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα, η Χίος κρατούσε την πρωτοπορία στα εκπαιδευτικά πράγματα του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού. Δεν είναι λίγοι οι διδάσκαλοι που σ’ αυτή άσκησαν αδιάκοπη εκπαιδευτική δραστηριότητα[13]. Αυτή, κατά κύριο λόγο, οφειλόταν στους προνομιακούς ορισμούς που στους Χιώτες είχε παραχωρήσει η Υψηλή Πύλη, οι οποίοι συνάμα καθόριζαν και την εκπαιδευτική δυναμική, με εντονότερο ωστόσο περιεχόμενο τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε αναλάβει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στη Χίο κατά τον 17ο αιώνα[14].
Η ανάλυση των εκπαιδευτικών πραγμάτων στη Χίο από τα μέσα του 16ου αιώνα έως την έκρηξη του Αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης, αν και ποικιλοτρόπως έχει προσεγγισθεί, είναι εκτός των ορίων της μελέτης αυτής. Ωστόσο, πρέπει επισταμένως να τονισθεί, το γεγονός ότι η παιδεία στη Χίο στη μακρά πορεία της κατάφερε να συμπορευτεί με τα ιδεολογικά αιτήματα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, μόνο όταν στα 1815 τη διεύθυνσης της Σχολής της αναλάμβανε ο Νεόφυτος Βάμβας[15]. Τόσο με τη θετική στάση του απέναντι στην εκπαιδευτική φιλοσοφία του Διαφωτισμού, όσο και με θέση που κατείχε στη σκέψη του Κοραή - υπήρξε το «κατεξοχήν ανάστημά του»[16] - ο Βάμβας κατάφερε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να αναμορφώσει το εκπαιδευτικό πρόγραμμά της.
Σ’ αυτό το εγχείρημα ανασύστασης της Σχολής Χίου από τον Βάμβα, ο υπόδουλος Ελληνισμός στα έξι χρόνια πριν από την απελευθέρωσή του εξακολουθούσε να βρίσκεται σε τροχιά ιδεολογικών συγκρούσεων. Στα 1815 ενώ οι διαμάχες των λογίων βρίσκονται σε εξέλιξη, ο Βάμβας ύστερα από συστάσεις του Κοραή καταφτάνει στη Χίο και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σχολής, η οποία μετά από προτροπή του ιδίου του Κοραή, μετονομάστηκε σε Γυμνάσιο. Ήδη από το 1811 ο γέρος του Παρισιού, ενώ η Σχολή βρισκόταν σε περίοδο μαρασμού σε επιστολή του (14 Νοεμβρίου 1811) προς τους επιτρόπους της, συνιστούσε για διδασκαλία σ’ αυτή ενθέρμως τον ποθεινότατο Βάμβα: «από τον κύριον Βάμβαν προσφυέστερον άλλον να εκλέξητε ήτο βέβαια των αδυνάτων, σοφία, ήθη, πατρίδος κοινότης, ζήλος φλογώδης δι’ αυτήν και προ πάντων νους, χωρίς τον οποίον, άνδρες Χίοι, η σοφία καταντά εις μωρίαν, τα ήθη εκφαυλίζονται και διαστρέφονται, και αι φλόγες του ζήλου γίνονται φλόγες κολάσεως, και όχι φωστήρες ουρανού, όλα ταύτα ευρίσκονται εις τον φίλον Βάμβαν, αλλ’ εις διάφορον βαθμόν, εις τον ζήλον του να προσθέση τι δεν έμεινε πλέον, τα ήθη του χρηστότερα να γίνουν δεν είναι δυνατόν»[17].
Αν και ο Βάμβας έφτασε στη Χίο τέσσερα χρόνια αργότερα[18], αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ως σχολάρχης, συνέταξε σχετικό οργανισμό λειτουργίας του Γυμνασίου, σύμφωνα με τον οποίο όσοι μαθητές φοιτούσαν σ’ αυτό χωρίστηκαν σε πέντε τάξεις[19]. Ο ίδιος ο Βάμβας στην αυτοβιογραφία του, από τα λιγοστά τεκμήρια που διαθέτουμε για τη διδακτική δράση του σ’ αυτό, μας πληροφορεί ότι κατάρτισε ένα ευρύτατο πρόγραμμα σπουδών εισάγοντας νέα μαθήματα, όπως Λατινικά, Τουρκικά, Ζωγραφική και Μουσική[20]. Πλήρη κατάλογο μαθημάτων, διδασκάλων και μαθητών μας δίνουν δύο Αμερικανοί προτεστάντες μισσιονάριοι, που στις 12 Μαΐου 1820 έφταναν από τη Σμύρνη στη Χίο με σκοπό να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο[21]. Οι Levi Parsons και Pliny Fisk καταγράφουν την πλήρη εικόνα των παρεχόμενων γνώσεων στο Γυμνάσιο, οι οποίες προερχόταν από ένα βαρύ οπλισμό λογίων διδασκάλων, 14 στο αριθμό, όπως ο Ιωάννης Τσελεπής[22], ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, ο Νικόλαος Πίκκολος[23], ο Δημήτριος Σκαραμαγκάς, ο Ιεζεκιήλ Καλύμνιος, ο Άνθιμος Τάππας, ο Αγάπιος Πόλιτας, ο Δανιήλ Στραγάλης, ο Καλλίνικος Κρεατσούλης[24], ο Γαβριήλ Χιονάς, ο Αντώνιος Ζολώτας και ο Διονύσιος Βεντηράς[25].  Ειδικότερα ο Βαρδαλάχος, υπηρέτησε σ’ αυτή ως συνδιευθυντής. Πιστός στο περιβάλλον του Κοραή[26], με την παρουσία του στο Γυμνάσιο της Χίου, κατάφερε να προσαρμόσει το πρόγραμμα διδασκαλίας του στις νέες θεωρίες των φιλοσοφικών, φυσικών και μαθηματικών επιστημών. Πρόκειται, εδώ, για προσπάθεια εισαγωγής στη διδακτική πράξη, της γνωστής «πειραματικής φιλοσοφίας», κατά τον Κοραή[27], την οποία λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου σαν το Βαρδαλάχο, αντιμετώπιζαν ως ένα βασικό εργαλείο γνώσης, προσδίδοντας μάλιστα στις θετικές επιστήμες ισχυρές φιλοσοφικές προεκτάσεις: «όποιος λέγει, ότι σπουδάζει την φυσικήν, επαγγέλεται εν γένει όλας τας επιστήμας, και το υποκείμενόν του είναι η δημιουργία πάσα»[28]. Οι προστριβές του όμως με τον Βάμβα θα τον αναγκάσουν να εγκαταλείψει τη Χίο στα 1818.
Οπωσδήποτε οι μαρτυρίες των Αμερικανών ιεραποστόλων γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέρουσες αν δούμε ότι καταγράφουν ακόμη και τον αριθμό των μαθητών, ανεβάζοντάς τον σε 700, από τους οποίους μεγάλο ποσοστό ήταν μικρής ηλικίας[29]. Αυτό και μόνο καταδεικνύει ότι το Γυμνάσιο της Χίου, στη δεύτερη περίοδο λειτουργίας του κατάφερνε να αγκαλιάσει ένα ευρύ φάσμα Ελλήνων και ξένων νέων, διδάσκοντάς τους ένα ευρύ πεδίο μαθημάτων που ξεκινούσε από τα Μαθηματικά, τη Φυσική, τη Χημεία, τη Γεωγραφία και έφτανε έως και τη διδασκαλία των στοιχείων της ναυπηγικής τέχνης[30]. Εδώ ο Βάμβας ένιωσε την ανάγκη διαφοροποίησης της γνώσης. Οι διάφορες βιβλιογραφικές αγγελίες, με τις οποίες κατέκλυζε το Λόγιο Ερμή, στηριζόταν ακριβώς σ’ αυτή την αλλαγή. Αναφέρω ως παράδειγμα την αγγελία της 1ης Ιουνίου 1817, όπου ανακοινώνει ότι ετοιμάζει μετάφραση ενός χημικού εγχειριδίου του Louis - Jacgues Thenard. Αφού θεωρεί ότι η Χημεία είναι μία από τις «πλέον ακριβείς και σχεδόν μαθηματικάς επιστήμας, αλλά και ωφελιμωτάτη εις την χρήσιν, και ηδονικωτάτη εις την θεωρίαν και εις τα φαινόμενα»[31], αναφέρει ότι βρίσκεται «περί τα τέλη της μεταφράσεως του μεθοδικωτάτου τούτου συγγράμματος»[32]. Αυτή η θέση του Βάμβα για το μάθημα της Χημείας, ενισχύει την άποψη των Αμερικανών σπουδαστών Parsons και Fisk, ότι το Γυμνάσιο διέθετε εργαστήριο Χημείας.
Σ’ ότι αφορά τη διδασκαλία των γραμματικών μαθημάτων και της αρχαιοελληνικής γραμματείας, που αποτελούσαν τον κορμό της τότε εκπαίδευσης, ο Χιώτης διδάσκαλος ακολούθησε πιστά τη γλωσσική θεωρία του Κοραή. Κατήργησε τη χρήση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και στη θέση της εισήγαγε τη «μέση οδό», αυτής της καθαρεύουσας, κανόνα γλωσσικής παιδείας που ο σοφός Κοραής εκράτησε γερά έως το θάνατό του[33], από την οποία όμως ο Βάμβας, στη μετέπειτα δράση του, ιδιαίτερα στα μετεπαναστατικά χρόνια, φαίνεται πως εγκατέλειψε προσχωρώντας μαζί με τον Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ Οικονόμων στους αρχαϊστές[34]. Το περιεχόμενο της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελλήνων, ωστόσο δεν παρέμεινε στατικό. Μαρτυρίες δείχνουν ότι στην τετάρτη τάξη διδασκόταν τα πλατωνικά συγγράμματα[35], σπάνια περίπτωση και καινοτομία που οφείλεται στον ίδιον τον Βάμβα, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ο ίδιος φαίνεται να έκρινε σκόπιμο ότι για να επιτευχθεί ουσιαστική γνώση των κλασσικών ελλήνων συγγραφέων, απαιτούνταν ουσιαστικές αλλαγές, ακόμη και στη μέθοδο διδασκαλίας τους[36]. Γνωρίζουμε ότι ο Αθηναίος φιλόσοφος απουσίαζε, αν όχι παντελώς, σχεδόν, από τα προγράμματα σπουδών των Σχολείων της Τουρκοκρατίας[37]. Μια τέτοια θέση διδασκαλίας του Πλάτωνα, σ’ ένα από τα πιο καλά οργανωμένα Σχολεία του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, σήμαινε μια διαφορετική αντίληψη της εκπαίδευσης, προσαρμοσμένης στις παιδαγωγικές ανάγκες της εποχής, στην ευρυχωρία της, πολύ κοντά στις παιδαγωγικές αντιλήψεις του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και μακρυά από την έως τότε περιχαράκωση της αγωγής, που την ήθελε μόνο «ψυχαγωγία» και όχι «παιδαγωγία», παιδαγωγικές πρακτικές που, στην εκπαιδευτική πραγματικότητα των χρόνων της Τουρκοκρατίας, απερίφραστα αποδείκνυαν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν οι λόγιοι το διδακτικό έργο τους[38].
Στην προσπάθειά του για αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών του Γυμνασίου, γνωρίζουμε ότι ο Βάμβας εφήρμοσε την αλληλοδιδακτική μέθοδο διδασκαλίας. Αυτή ήταν γνωστή στους κύκλους των ελλήνων λογίων από τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Λόγιος Ερμής ήδη το 1816 σε σειρά δημοσιευμάτων του θεωρούσε το νέο σύστημα σημαντικό όπλο για τη διάδοση των φιλελεύθερων εκπαιδευτικών αρχών[39]. Και εδώ ο Βάμβας πρωτοστατεί.  Βασικό μήνυμά του να εγκαταλειφθούν οι παλαιές μέθοδοι διδασκαλίας, οι «άξιες θρήνου και αγανακτήσεως». Αλλά και σε κείμενο ενός Γάλλου διπλωμάτη, του Marie - Louis Comte de Marcellus, που στα 1820 βρέθηκε στη Χίο, πληροφορούμαστε ότι: «ήμην περίεργος να μάθω, εάν το αλληλοδιδακτικόν σύστημα, το οποίον είχεν απορριφθή υπό του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως δια την επαρχίαν του, είχε γίνει αποδεκτόν εν τη επαρχία Χίου. Ο Νεόφυτος Βάμβας μου είπεν ότι η ιδική του πρόθεσις ήτο να δοκιμάση το λαγκαστριανόν σύστημα πρώτον εις τινά χωρία της νήσου»[40].
Η μεγάλη δεκτικότητα των ιδεών του Διαφωτισμού στο διδακτικό έργο του Βάμβα στη Χίο εκφράστηκε και με δύο ακόμη γεγονότα, που αντικατοπτρίζουν τις προσδοκίες του για σαφή μετασχηματισμό της ελληνικής παιδείας, η οποία θα προερχόταν από τη θεμελιώδη σύζευξη επιστημονικής γνώσης με ευρύτερες πολιτισμικές αξίες. Αυτό, άλλωστε, αποτελούσε και το υπόβαθρο της μεγάλης ανάπτυξης της εμπειρικής γνώσης στο αιώνα του Διαφωτισμού. Όπως παραπάνω είδαμε, ο Βάμβας γνήσιο τέκνο των ιδεών του Κοραή, φρόντισε να συστήσει στη Χίο βιβλιοθήκη και τυπογραφείο. Με τη συμπαράσταση του Κοραή ιδρύθηκε και οργανώθηκε η βιβλιοθήκη, η οποία στα 1819-1820 περιελάμβανε 3000 τόμους[41]. Ο σοφός γέρων του Παρισιού σε αλλεπάλληλες επιστολές του προς τον Νεόφυτο Βάμβα, τον Αλέξανδρο Βασιλείου και τους επιτρόπους του Γυμνασίου, τονίζει το ενδιαφέρον του γι’ αυτή και αποστέλλει συνεχώς βιβλία[42]. Το ενδιαφέρον του για τους Χιώτες δεν θα σταματήσει όμως εδώ. Σε επιστολή του προς τον Βάμβα (19 Δεκεμβρίου 1916), γράφει: «ποθεινότατε Βάμβα! Αλλά τι το όφελος; Εν όσω δεν έχετε τυπογραφίαν, η γνώσις σου, με την γνώσιν των συνεργατών σου και των εντίμων επιτρόπων, δεν θέλει κατορθώσειν μέγα τίποτε Ελληνικής διανοίας άξιον»[43]. Στις 15 Απριλίου του 1819 ο Λόγιος Ερμής αναγγέλλει την ίδρυση τυπογραφείου στη Χίο[44]. Η ιδέα της συστάσεώς του ανήκει εξ ολοκλήρου στον Κοραή, δίχως βέβαια αυτό να σημαίνει ότι θετικά στην ίδρυσή του δεν συνήργησαν οι Έφοροι του Γυμνασίου, ο Βάμβας και ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, αλλά και ο επιστήθιος φίλος του Κοραή A. Firmin Didot, που σε ταξίδι του στα 1819 στη Χίο ήρθε σε επαφή με τον Αλέξανδρο Ράλλη και τον Δημήτριο Ροδοκανάκη και δέχτηκε παράκλησή τους για βοήθεια στην εγκατάσταση του τυπογραφείου. Ο Κοραής με τη βοήθεια των επιτρόπων του Γυμνασίου αγόρασε το τυπογραφείο του Didot, και παράλληλα φρόντισε να το αποστείλει μέσω της Μασσαλίας στη Χίο. Την διεύθυνσή του ανέλαβε εις εκ των καλύτερων Γερμανών τυπογράφων, ο εκ Φραγκφούρτης Bayroffer. Στην εκδοτική δραστηριότητά του τυπογραφείου  συγκαταλέγονται τρεις Ομιλίες και η Γραμματική του Βάμβα, μια Ομιλία του Αμβροσίου Αργέντη, μια Ομιλία του Ιακώβου Πιτζιπιού, η Αρχαιολογία της Χίου του Γεωργίου Χρυσηϊδου, τα Απανθίσματα εκ των του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Το τέλος του χρόνου του Ούαττς Δ. Ισαάκ[45]. Τα δύο τελευταία φυλλάδια ήσαν προτεσταντικού περιεχομένου και εκδόθηκαν με άδεια του λογίου και εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Πλάτωνος Φραγκιάδου, του οποίου οι σχέσεις με τον Βάμβα κατά την εκεί ποιμαντική δράση δεν ήσαν άριστες[46]. Αν το τυπογραφείο είχε συσταθεί πιο πριν, ο Βάμβας θα εξέδιδε σ’ αυτό την Ηθική και τη Ρητορική του που είχε έτοιμε από το 1817[47].
Όπως προκύπτει από έως τώρα ιστορική έρευνα, στο μαθητικό δυναμικό του Γυμνασίου, ανήκαν ο Χιώτης έμπορος και μοναδική περίπτωση λογίου, που μετά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους διέπρεψε στη διοίκηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Ανδρέας Μάμουκας[48], και ο λόγιος διάκονος από το Ληξούρι της Κεφαλλονιάς Κωνσταντίνος Τυπάλδος - Ιακωβάτος. Ο δεύτερος, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Γυμνάσιο της Χίου, χαρακτηρίζει τον Βάμβα «σοφό» διδάσκαλο και καταγράφει με λεπτομέρεια τη φοίτησή του κοντά σ’ αυτόν[49].
Η δεύτερη περίοδος ακμής του Γυμνασίου της Χίου, διεκόπη με τη έκρηξη της Επανάστασης του 1821. Ωστόσο, ακανθώθες παραμένει το ζήτημα  διακοπής της λειτουργίας του. Αν και οι πηγές έχουν φέρει στο φως νέα στοιχεία, εξακολουθεί να υφίσταται η άποψη ότι το Γυμνάσιο, το «Ακαδημαϊκό Πανδιδακτήριον», σύμφωνα με τη φιλοδοξία των επιτρόπων των να μετατραπεί σε τέτοιο έκλεισε διότι ο Βάμβας μυημένος στη Φιλική Εταιρεία το εγκατέλειψε και έφυγε για την Ύδρα, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο επαναστατημένο Γένος. Αν και η άποψη αυτή έχει κάποια ιστορική βαρύτητα, μιας και την αναφέρει ο ίδιος ο Βάμβας στην αυτοβιογραφία του[50], δεν αποδίδει επαρκώς το κλίμα του τέλους της διδακτικής δράσης του στη Χίο.  Και αυτό διότι σε επιστολή του αρκετά χρόνια αργότερα (13 Σεπτεμβρίου 1834) αναφέρει ως εξής τα γεγονότα: «ο αοίδιμος Γρηγόριος, ο τότε Πατριαρχεύων, έγραψε προς τον Πλάτωνα, αρχιερέα της Χίου, προστάζων να παύσωσι τα φιλολογικά και επιστημονικά μαθήματα, και να συρθή ο επιστάτης της σχολής, Ν. Βάμβας, με σκοπόν βέβαια να βιασθώσιν ούτως οι ξένοι μαθηταί οίκοθεν να αναχωρήσωσι, δια να μην ερεθίζεται εκ της θέας η άνομος αγριότης των Τούρκων»[51]. Απ’ αυτά τα λεγόμενα του Βάμβα, γίνεται φανερό ότι μαζί με τις άλλες περιώνυμες Σχολές του Αιγιακού χώρου, το Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης και την Ακαδημία των Κυδωνιών, το Γυμνάσιο της Χίου έκλεισε κάτω από παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τουλάχιστον αυτό τεκμηριώνεται και από τον αγαπητό μαθητή του τον Κ. Τυπάλδο - Ιακωβάτο, ο οποίος τον ακολούθησε στην Ύδρα. Σε επιστολή του προς τον πατέρα του (19 Απριλίου 1821) ένα μήνα μετά το ξέσπασμα της επανάστασης γράφει ότι: «η αιτία, δια την οποίαν εκ της Χίου ανεχώρησα, είναι αύτη. Η Ελλάς όλη ανεγερθείσα ζητεί την προ πολλού επιθυμουμένην ελευθερίαν από τον βαρβαρικόν ζυγόν. Τούτου ένεκα, οικονομίαν ποιούσα η μεγάλη εκκλησία και οι του Γένους προεστεύοντες, δια προσταγής των κατέπαυσαν τα Δημόσια Σχολεία της Κωνσταντινουπόλεως, Σμύρνης, Κυδωνιών, Πάτμου, και της περιφήμου Χίου, και ότι όλοι οι ξένοι μαθηταί να αναχωρή ο καθείς εις την ιδίαν πατρίδα»[52]. Ο ίδιος, επίσης,  σε ένα πιστοποιητικό σπουδών που το συνέταξε ο Βάμβας, μαρτυρεί ότι ο διδάσκαλός του αναχώρησε τον Απρίλιο του 1821, μέσα σε ιδιαίτερα βεβαρημένο κλίμα και κάτω από αντίξοες συνθήκες[53].
Όπως και να έχει το γεγονός αυτό, η φυγή του Βάμβα από τη Χίο σήμανε και το τέλος μιας μακράς εκπαιδευτικής πορείας με την οποία συνδέθηκαν πρωτοπόροι λόγιοι διδάσκαλοι του 19ου αιώνα. Αν μάλιστα παρακολουθήσουμε τα τριάντα χρόνια συνεχούς δράσης της, η Σχολή της Χίου, κατάφερε να συγκεράσει παραδοσιακά σχήματα παιδείας, υπό τη εποπτεία του αγίου Αθανασίου Παρίου, με ανάλογα ανανεωτικά σχήματα, υπό την εποπτεία του Νεοφύτου Βάμβα. Αποτέλεσε, δηλαδή, τον αναγκαίο συντελεστή όπου μέσα από αυστηρά πλαίσια εκπαιδευτικής πρακτικής, προχώρησε σε μια πιο ευρεία κατεύθυνση παιδευτικών αξιών. Ο αγώνας του Βάμβα, για συστράτευση με τα πνευματικά επιτεύγματα της ελληνικής και ευρωπαϊκής διανόησης, διατύπωνε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αγωνία ενός λογίου, για τη διαμόρφωση μιας συνείδησης, με στόχο την εθνική αφύπνιση και αποκατάσταση του Γένους. Η μετά την Επανάσταση του 1821 διδακτική δράση του στην Κεφαλλονιά από το 1823 έως το 1827, στην Ιόνιο Ακαδημία από το 1828 έως το 1833, στη Σύρο από το 1833 έως το 1836 και από το 1837 έως το 1854 στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δείχνουν μια συναισθηματική στράτευση και μια πνευματική προτίμηση στο αξίωμα του διδασκάλου, επενδυμένη με πολλαπλά χαρίσματα, έστω κι αν προς το τέλος του βίου του, σταδιακά απομακρύνθηκε από τις κοραϊκές ιδέες.  Η στάση αυτή ήταν ενδεικτική της ψυχολογίας του υπόδουλου Ελληνισμού, που κάτω από πολύχρονες συσσωρεύσεις αντλούσε δύναμη και αισιοδοξία για την πνευματική αναγέννησή του.                    


[1] Ο Αδαμάντιος Κοραής, ηγετική μορφή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, πάντοτε δήλωνε με υπερηφάνεια ότι ο τόπος καταγωγής της οικογένειάς του η Χίος, είχε αποβεί εστία πολιτισμού. Σ’ αυτόν άλλωστε οφείλονταν η θέση της αυτή: ο ίδιος είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία της βιβλιοθήκης, του τυπογραφείου και της αναβάθμισης του Γυμνασίου της. Σε  επιστολή του (29 Αυγούστου 1814) προς τον Αλέξανδρο Βασιλείου εμπόρου με αρκετό όμως μεράκι και για τα γράμματα, πιστού φίλου του στο Παρίσι και τη Βιέννη, διαφαίνεται η λόγια ατμόσφαιρα των Χιωτών χαρακτηριζόμενοι ως το «άνθος του γένους». Βλ. Αδαμαντίου Κοραή, Αλληλογραφία, τ. Γ΄, Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, Επιστασία Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα 1979, σ. 321. Πρβλ. επίσης και το περίφημο υπόμνημά του 1803 Περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού εν Ελλάδι, όπου ο γέρος του Παρισιού εξαίρει τη φιλομάθεια των Χιωτών χαρακτηρίζοντάς τους ως Γάλλους της Ανατολής, αλλά και την κανονική διαθήκη του το 1816, την οποία έδωσε στον Αλέξανδρος Βασιλείου  μετά το θάνατο αυτού το 1817 στον Ιάκωβο Ρώτα, όπου κληρονόμος της πλουσιότατης βιβλιοθήκης του ήταν το Γυμνάσιο Χίου, γεγονός που μαρτυρεί τη βαθύτατη αγάπη του προς τους συμπατριώτες του. Τα σχετικά με τη βιβλιοθήκη βλ. Στ. Φασουλάκη – Γ. Χριστοδούλου, «Γύρω από την ιστορία της βιβλιοθήκης Κοραή. Αθησαύριστα κείμενα», Χιακά Χρονικά 14 (1982) 71-102. Στο ίδιο κλίμα, βέβαια, κινήθηκαν οι κρίσεις μεταγενεστέρων ιστορικών. Ο Αλέξανδρος Μ. Βλαστός στο περιώνυμο έργο του Χιακά ήτοι ιστορία της νήσου Χίου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της έτει 1822 γενομένης καταστροφής αυτής παρά των Τούρκων, τ. Β΄, Εν Ερμουπόλει 1840 και ο Γεώργιος Ι. Ζολώτας στο πολύτομο έργο του Ιστορία της Χίου, τ. Γ΄, Μέρος πρώτον, Εν Αθήναις 1924, αποτελούν κύριες πηγές για την ιστορία της παιδείας στην Χίο. Για μια πληρέστερη θεώρηση της λογιοσύνης των Χιωτών ουσιώδους σημασίας είναι οι δύο μελέτες του Κ. Άμαντου, «Η παιδεία εις την τουρκοκρατούμενην Χίον (1566 – 1822)», Ελληνικά 3 (1930) 381-414 και Τα γράμματα εις την Χίον κατά την Τουρκοκρατίαν (1566 – 1822), Αθήναι 1946, [δεύτερη έκδοση Καραβίας, Αθήναι 1976]. Στην ίδια τροχιά μελέτης της παιδείας των Χιωτών κατά την πρώιμη βέβαια περίοδο της Τουρκοκρατίας, η μελέτη του Ν. Στουπάκη, Γεώργιος Κορέσσιος (1570 – 1659/60). Η ζωή, το έργο του και οι πνευματικοί αγώνες της εποχής του, Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Χίου, Χίος 2000, αποτελεί αξιόλογο εγχείρημα θεώρησής της.         
[2] H θέση του αγίου Αθανασίου Παρίου στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, κατά την τελευταία δεκαετία δείχνει να έχει αποκατασταθεί. Στο γενικότερο υπόβαθρο των αντιτιθέμενων απόψεων γι’ αυτόν εντάσσονται οι δύο μεταπτυχιακές διατριβές του Α. Ι. Καλαμάτα, Αθανάσιος ο Πάριος (1721 – 1813). Βίος – δράση – συγγράμματα. Συμβολή στην ιστορία του 18ου αιώνα. Θεσσαλονίκη 1994 και του Δ. Τσεντικόπουλου, Ο Αθανάσιος Πάριος ως θεολόγος, Θεσσαλονίκη 1995. Στο ειδικότερο όμως υπόβαθρο της αποκατάστασης του Παρίου, εντάσσονται τα δύο επιστημονικά συνέδρια που φιλοξενήθηκαν στην γενέτειρά του την Πάρο: Η Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος, (Πάρος 15 – 19 Σεπτεμβρίου 1996), Πάρος 1998, περιελάμβανε οκτώ εισηγήσεις, και Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, (Πάρος 29 Σεπτεμβρίου – 4 Οκτωβρίου 1998), περιελάμβανε εικοσιπέντε ανακοινώσεις. Πρβλ. πρωτ. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Αθανάσιος Πάριος (1721 – 1813). Εργογραφία – Ιδεολογία – Βιβλιογραφικά», Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Τιμητικόν αφιέρωμα εις Ανδρέαν Θεοδώρου, τ. Α΄ (1995) 293-349. Έκτοτε το ενδιαφέρον για τον Πάριο προσανατολίζεται στη μνημειώδη έκδοση των Απάντων του, στην οποία συμμετέχει και ο γράφων, από ειδική επιστημονική επιτροπή. Πρβλ., τον καλό βιβλιογραφικό οδηγό του συναδέλφου Χρ. Αραμπατζή, Αθανασίου του Παρίου Βιβλιογραφικά, Θεσσαλονίκη 1998. Σχετικό συμπλήρωμά του βλ. Α. Ι. Καλαμάτα, στο περ. Παριανά τχ. 73  (Απρίλιος – Ιούνιος 1999) 179-185. Ως προς τον τρόπο προσαρμογής του Παρίου στο ιδεολογικό κλίμα της εποχής του, καθώς επίσης και τις ανάγκες που υπαγόρευσαν τη στάση αυτή, σημαντικές είναι οι παρατηρήσεις του Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1996, σσ. 439-444, 448-449. Το έργο αποτελεί σταθμό στην περί τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό νεότερη έρευνα, αφού επιχειρεί μια πανοραμική θεώρησή του. Συμπληρώνει προγενέστερες μελέτες, διεισδύοντας με επιτυχή τρόπο, με ακρίβεια και αντικειμενικότητα, στους μηχανισμούς λειτουργίας των ιδεών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού οι οποίες διαγράφτηκαν μέσα από το έργο των ελλήνων λογίων. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν προβαίνει σε  μονομερή αξιολόγηση προσώπων και ιδεών, αλλά αποτιμά το κίνημα σ’ όλες τις εκφάνσεις του. Για τη συνάντηση και την επακόλουθη σύγκρουση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το ρεύμα του Διαφωτισμού βλ. Β. Μακρίδη, «Ορθόδοξη Εκκλησία και Διαφωτισμός», Κληρονομία 29 (1997) 163-201.
[3] Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του Γρηγορίου Ε΄ του 1819 που υποστήριζε τα σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μέλισσα, ή Εφημερίς Ελληνική που εκδιδόταν στο Παρίσι από το 1819 έως το 1821. Φωτομηχανική ανατύπωση από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1984, σσ. 219-229.
[4] Αδαμαντίου Κοραή, Προλεγόμενα στους Αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και η αυτοβιογραφία του, πρόλογος Κ. Θ. Δημαρά, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1995, σ. 67. Διαπιστώνουμε εδώ  ότι το πλήθος των λογίων που κατεργαζόταν τον αρχαϊκό λόγο, έριχνε όλες τις διδακτικές δυνάμεις του στη θύρα της Γραμματικής. Στην περίπτωση αυτή ορθά ο Κ. Θ. Δημαράς παρατηρεί: «η Γραμματική διδασκαλία έχει πάρει σ’ εκείνα τα χρόνια έκταση καταπληκτική, ότι ο ξένος συγκρατεί από τη νέα ελληνική λογιοσύνη, είναι η απασχόλησή της με την αρχαία γραμματική: στα μάτια του οι Έλληνες φιλόλογοι ταυτίζουν την έννοια του βιβλίου με την έννοια της Γραμματικής». Βλ. Δημήτριος Καταρτζής, Δοκίμια, επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς, Ερμής, Αθήνα 1974, σ. οε΄.  
[5] Αθανασία Γλυκοφρίδη – Λεοντσίνη, «Ο Νεόφυτος Βάμβας και το πρόβλημα της ελευθερίας» στον τόμο: Νεοελληνική Φιλοσοφία. Θέματα Πολιτικής και Ηθικής, Αθήνα 2001, σ. 85κέ.  
[6] Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, 1985, σ. 100
[7] Ά. Αγγέλου, «Οι λόγιοι και ο Αγώνας», Νέα Εστία 88 (1970) 93.
[8] Για το θέμα βλ. Κ. Θ. Δημαρά, Ψυχολογικοί παράγοντες του Εικοσιένα. Λόγος Πανηγυρικός, Αθήνα 1957 [και: Ιστορικά Φροντίσματα Α΄. Ο Διαφωτισμός και το κορύφωμά του, Πορεία, Αθήνα 1992, σσ. 210-225]. Του ιδίου, «Για την πνευματική προϊστορία του Εικοσιένα», Νέα Εστία 88 (1970) 25-36 [και: Ιστορικά Φροντίσματα Α΄, σσ. 196-209]. Πρβλ. Π. Κιτρομηλίδη, Το όραμα της ελευθερίας στην ελληνική κοινωνία. Από την πολιτική σκέψη στην πολιτική πράξη, Πορεία, Αθήνα 1992.
[9] Στ. Φασουλάκη, «Το τρίγωνο του Αιγαίου: Ο Κοραής και ο εκπαιδευτικός Διαφωτισμός», Πρακτικά Συνεδρίου: Κοραής και Χίος, τ. Β΄, Αθήνα 1985, σσ. 259-272.
[10] Για συνολική επισκόπηση του θέματος βλ. Π. Κιτρομηλίδη, «Ιδεολογικές συνέπειες της κοινωνικής διαμάχης στη Σμύρνη (1809-1810)», Δελτίον Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών  3 (1982) 9-39. Φ. Ηλιού, Κοινωνικοί αγώνες και Διαφωτισμός. Η περίπτωση της Σμύρνης (1819), Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού – Μνήμων, Αθήνα 1986, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
[11] Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σσ. 449, 465.
[12] Για το ιστορικό πλαίσιο της διαμάχης τους βλ. Α. Αγγέλου, «Προς την ακμή του νεοελληνικού Διαφωτισμού. (Οι διενέξεις του Λεσβίου στη Σχολή των Κυδωνιών)», Μικρασιατικά Χρονικά 7(1957)1-81 [και: Των Φώτων. Όψεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, Ερμής, Αθήναι 1988, σσ. 211-291]. Ρ. Αργυροπούλου, Ο Βενιαμίν Λέσβιος και η ευρωπαϊκή σκέψη του 18ου αιώνα, Αθήνα 1983, σσ. 51-64 όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Πρβλ. Β. Μακρίδη, «Ορθόδοξη Εκκλησία και φορείς του Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο: ιδιαιτερότητες μιας σχέσης», σσ. 163-201.  
[13] Για την περίοδο από τα μέσα του 16ου αιώνα έως το 1786 έτος που ο Αθανάσιος Πάριος ανέλαβε τη διεύθυνση της «Μεγάλης Σχολής της Χώρας», στα καλά οργανωμένα σχολεία της, μεταξύ αυτών και του ιησουΐτικου σχολείου, που στα τέλη του 16ου αιώνα αριθμούσε 200 μαθητές, δίδαξαν οι Παχώμιος Ρουσάνος, Μιχαήλ Ερμόδωρος Λήσταρχος, Γεώργιος Κορέσσιος, Μανωλάκης Καστοριανός, Γαβριήλ Προσωψάς, Διαμαντής Ρύσιος, Ιωακείμ Βούρος ή Καβάκος, Γρηγόριος Κονταράτος, Συμεών Μιταράκης, Κωνσταντίνος Λίλας ή Γορδάτος, Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Κύριλλος Κυριακάκης, Θεόδωρος Σκυλίτζης, Κύριλλος Σγουρομαλληνός, Νικόλαος Αργέντης, Ιάκωβος Μαύρος και Γαβριήλ Αστρακάκης. Βλ. Κ. Άμαντου, Τα γράμματα εις την Χίον κατά την Τουρκοκρατίαν, σσ. 10κ.ε. Κ. Χατζόπουλου, Ελληνικά Σχολεία στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας (1453-1821), Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 133-135. Πρβλ. Π. Γ. Ζερλέντη, «Περί των εν Χίω φροντιστηρίων», Αθηνά 29 (1917) 231-254.  
[14] Κ. Άμαντου, «Οι προνομιακοί ορισμοί του μουσουλμανισμού υπέρ των Χριστιανών», Ελληνικά 9 (1936) 127-132. Πρβλ. Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Γ΄, σσ. 226-230. Λ. Δρούλια, «Παράλληλα στον Αγώνα του 21», Εποχές τχ. 14 (Ιούνιος 1964) 84. Τα σχετικά με τη δράση των ιησουΐτικων ταγμάτων στη Χίο βλ. Θ. Παπαδόπουλου, «Δραστηριότητες Ιησουϊτών στη Χίο τον 17ο αιώνα», Παρνασσός 32 (1990) 309-328. 
[15] Εξαντλητική βιογραφία για τον Βάμβα δεν διαθέτουμε. Βασικές ωστόσο παραμένουν οι ειδήσεις που μας δίνει ο Κ. Θ. Δημαράς στη μελέτη του, Δύο φίλοι Κοραής και Βάμβας. Με ανέκδοτα  κείμενα, α.τ., 1953. Ενδεικτικά, επίσης, αναφέρω τις παρακάτω μελέτες. Α. Γούδα, Βίοι παράλληλοι, τ. Α΄, Αθήναι 1872, σσ. 281-315. Π. Συνοδινού, «Νεόφυτος Βάμβας», Εκκλησιαστικός Φάρος 16 (1917) 329-344. Κ. Άμαντου, «Νεόφυτος Βάμβας», Ελληνικά 7 (1934) 51-64. Μ. Κισσάβου, «Νεόφυτος Βάμβας», Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών 20 (1969-1971) 55-61. Ευ. Μουτσοπούλου, «Ο Νεόφυτος Βάμβας και η θέσις αυτού εν τη ελληνική διανοήσει του ΙΘ΄ αι.», στην έκδοση του Πανεπιστημίου Αθηνών: Επίσημοι λόγοι εκφωνηθέντες κατά το έτος 1969 –1970, τ. 14, Αθήνα 1971, σσ. 267-282. Σπ. Μοσχονά, Δύο μορφές του Ελληνικού Διαφωτισμού στην Κεφαλονιά (Βικέντιος Δαμοδός – Νεόφυτος Βάμβας), Αθήνα 1995, σσ. 47-65. Μολονότι το έργο του Βάμβα ως λογίου διδασκάλου του Γένους υπήρξε καθοριστικό για την προεπαναστατική ελληνική εκπαίδευση, το ζήτημα της συνεισφοράς του στη θεολογική σκέψη παρέμεινε για δεκαετίες ανοικτό και αμφιλεγόμενο. Κι αυτό διότι ο Βάμβας υπήρξε ένας από τους κύριους εκφραστές των ιδεών του Κοραή, όχι μόνο σε θέματα εκπαίδευσης, αλλά και σε ζητήματα που αφορούσαν στην εκκλησιαστική ζωή στα αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821 χρόνια. Στο δράμα της αλλοτρίωσης της ελλαδικής θεολογίας τον 19ο αιώνα ο Βάμβας, όπως και τόσοι άλλοι σύγχρονοί του λόγιοι κληρικοί, πλαισίωσε με σθένος το περιβάλλον για την ανάγκη αλλαγών σ’ αυτή. Στο μέτρο των δυνατοτήτων του πάντα, μαζί με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, ήταν από τους βασικότερους συντελεστές «εκπροτεσταντισμού» της θεολογικής σκέψης του 19ου αιώνα. Στη γραμμή αυτή κινήθηκε η μετάφραση του της Αγίας Γραφής. Βλ. Χρ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Δόμος, Αθήνα 1992, σσ. 229-233. Τις οδυνηρότατες συνέπειες που είχαν οι προσπάθειές των προτεσταντών μισσιοναρίων στη μετάφραση της Αγίας Γραφής από τον Βάμβα καταγράφει με εντυπωσιακή σαφήνεια η μελέτη του πρωτ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την νεοελληνικήν κατά τον Ιθ΄ αι. (επί τη βάσει ιδία των αρχείων B.F.B.C., C.M.G., L.M.S., του Κ. Τυπάλδου – Ιακωβάτου και του Θ. Φαρμακίδου), Αθήναι 1977, σσ. 188-204. Πρβλ. Του ιδίου, Παράδοση και αλλοτρίωση, Δόμος, Αθήνα 1986, σσ. 111-137. Nomikos Michael Vaporis, «Neophytos Vamvas and the Translation of Scriptures in Greece», Post – Byzantine Ecclesiastical Personalities, Brookline, Mass. 1978, σσ. 37-67. Για τη σταδιοδρομία του Βάμβα στα μετεπαναστατικά χρόνια βλ. Κ. Θ. Δημαρά, Εν Αθήναις τη 3 Μαΐου 1837, Αθήνα 1987, σσ. 95-107.
[16] Κ. Θ. Δημαρά, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σ. 104.
[17] Αδαμαντίου Κοραή, Αλληλογραφία, τ. Γ΄, σ. 153. Πρβλ. την ίδια επιστολή και Π. Κοντογιάννη, «Επιστολαί ανέκδοτοι Κοραή και προς Κοραήν», Χιακά Χρονικά 5 (1911) 23.
[18] Η καθυστέρηση αυτή οφειλόταν στον Κοραή. Ο Βάμβας κατά την παραμονή του στο Παρίσι από το 1808 έως το 1815 συνεργάστηκε στενά με τον Κοραή, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα Χημείας και Φιλοσοφίας κοντά  στους LouisJacgues Thenard και Francois Thurot. Την αποχώρησή του πιστού  φίλου του από το Παρίσι  ο Κοραής θα τη σχολιάζει με αρκετά δραματικό τρόπο σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Βασιλείου (23 Νοεμβρίου 1814) λέγοντας ότι «εις τόσα φάρμακα όσα καταπίνω καθημέραν πρόσθες και μετ’ ολίγον μέλλουσαν αναχώρησιν του Βάμβα ήτις, είναι αληθινόν πένθος δι’ εμέ και μη σε φανή παράξενον. εάν ακούσης καμμιάν ημέραν, ότι απεπλήχθην». Βλ. Αδαμαντίου Κοραή, Αλληλογραφία, τ. Γ΄, σ. 343. Πρβλ. Κ. Θ. Δημαρά, Δύο φίλοι Κοραής και Βάμβας, σ. 25. Επιπροσθέτως αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι το 1815 υπήρξε από τις χειρότερες χρονιές της ζωής του, εκτός από την αναχώρηση του Βάμβα, τον έχουν εγκαταλείψει και οι Ζωσιμάδες, διακόπτοντας τη χορηγία τους στην έκδοση της Ελληνικής Βιβλιοθήκης, ενώ οι πολέμιοί του συνεχώς τον αποδοκιμάζουν με επιστολές και φυλλάδια. Βλ. Ευ. Χατζηδάκη, «Δύο επεισόδια από τις διαμάχες των φιλοσόφων», Έρανος εις Αδαμάντιον Κοραήν, Αθήνα 1965, σ. 241. Ωστόσο η προηγούμενη δράση του Βάμβα στην Κωνσταντινούπολη, το Βουκουρέστι και το Παρίσι προμήνυε, νομίζω, το τι θα επακολουθούσε στη μετέπειτα σταδιοδρομία του. Θυμίζω μόνο το γεγονός της συμμετοχής του στην έκδοση της Κιβωτού της Ελληνικής Γλώσσης (Κωνσταντινούπολη 1819), όταν ακόμη βρισκόταν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή ο Δωρόθεος Πρώϊος, διδάσκαλος του Βάμβα.. Για το μεγάλο αυτό λεξικό της ελληνικής γλώσσας βλ. Τ. Γριτσόπουλου, «Η Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης», Αθηνά 90 (1968) 223-252.    
[19] Βλ. Κ. Χατζόπουλου, Ελληνικά Σχολεία στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας (1453 – 1821), σ. 246.
[20] Α. Γούδα, Βίοι παράλληλοι, τ. Α΄, σ. 289.  
[21] Βλ. R. Clogg, «Ο Parsons και ο Fisk στη Χίο το 1820», Ο Ερανιστής 5 (1967) 177-193. Πρβλ. Α. Σκαρβελή – Νικολοπούλου, Τα Μαθηματάρια των Ελληνικών Σχολείων της Τουρκοκρατίας, Αθήναι 1993, σσ. 208-210.
[22] Ο Ιωάννης Τσελεπής, γνωστός λόγιος μαθηματικός, λόγω της μακράς διδακτικής θητείας του στην ίδια Σχολή, ήδη από τα χρόνια του προηγούμενου Σχολάρχη Αθανασίου Παρίου, πιθανόν εχρημάτισε  διευθυντής της κατά το διάστημα 1812 –1815. Πιθανό, επίσης, φαίνεται να υπήρξε και βοηθός του Βάμβα. Το τέλος του ήταν μαρτυρικό, κατά τις σφαγές του 1822 φονεύτηκε από του Τούρκους. Βλ. Κ. Άμαντου, «Η παιδεία εις την Τουρκοκρατούμενην Χίον (1566 –1822)», Ελληνικά 3 (1930) 405-406.
[23] Ο Νικόλαος Πίκκολος μας είναι γνωστός από ένα σατυρικό, αντικληρικό κείμενο του 1820 με τίτλο Ν. Σ. Πίκκολος Προς τον ιατρόν Γ. Γλαράκην, επιστρέφοντα εις την πατρίδαν αυτού Χίον. Εν Παρισίοις, Ζ΄ Απριλίου, ΑΩΚ΄, το οποίο εντάσσεται στο προεπαναστατικό ιδεολογικό κλίμα των οξύτατων αντιπαραθέσεων μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και διαφωτιστών λογίων. Ανάλυσή του βλ. Φ. Ηλιού, «Τύφλωσον Κύριε τον λαόν σου». Οι προεπαναστατικές κρίσεις και ο Ν. Πίκκολος», Ο Ερανιστής 11 (1974) 580-626 [και: Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού – Μνήμων, Αθήνα 1981]. Παρόμοια περίπτωση ήταν κι αυτή της πατριαρχικής εγκυκλίου Περί καθαιρέσεως των φιλοσοφικών μαθημάτων στις 27 Μαρτίου 1821, που αποφάσιζε την απαγόρευση των νεωτερικών μαθημάτων, την εκδίωξη από τη Σμύρνη του Κούμα και του Λεσβίου και το κλείσιμο των νεωτεριστικών σχολείων. Περί αυτής βλ. Κ. Λάππα, «Πατριαρχική Σύνοδος «περί καθαιρέσεως των φιλοσοφικών μαθημάτων» τον Μάρτιο του 1821. Μια μαρτυρία του Κων. Οικονόμου», Μνήμων 11 (1987) 123-153. 
[24] Για τον Καλλίνικο Κρεατσούλη, γνωστό λόγιο Αρχιμανδρίτη, που στα 1837 όταν ήταν εφημέριος της ελληνορθόδοξης εκκλησίας στη Μασσαλία κατάφερε να σώσει από την καταστροφή την προσωπική βιβλιοθήκη και τα χειρόγραφα του Κοραή βλ. Στ. Φασουλάκη, «Ο Καλλίνικος Κρεατσούλης στην Ιταλία», Ο Ερανιστής 19 (1981) 267-272. Του ιδίου, «Κοραής και Κρεατσούλης: Δύο ανέκδοτες επιστολές», Χιακά Χρονικά 15 (1983) 10-16.
[25] Γ. Ζολώτα, Ιστορία της Χίου, τ. Γ΄, Μέρος πρώτον, Εν Αθήναις 1926, σ. 614.
[26] Βλ. την επιστολή του δευτέρου προς αυτόν (24 Ιουλίου 1814) όπου τον αποκαλεί «σοφολογιότατο», Αδαμαντίου Κοραή, Αλληλογραφία, τ. Γ΄, σσ. 301-303
[27] Αδαμαντίου Κοραή, «Στοχασμοί αυτοσχέδιοι περί της ελληνικής παιδείας και γλώσσης», στον τόμο Κοραής Άπαντα τα πρωτότυπα έργα, επιμέλεια Γ. Βαλέτας, τ. Α2, Αθήνα 1964, σ. 906
[28] Κ. Βαρδαλάχου, Φυσική Πειραματική, Βιέννη 1812, σ. δ΄. Γενικότερα για τον Βαρδαλάχο βλ. Ε. Κούκου, «Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος (1775 – 1830)», Byzantinish Neogriechische Jahrbycher 19 (1966) 123-216, (για τη δράση του Χίο στις σσ. 144-149). Πρβλ. Μ. Μαντουβάλου, «Άγνωστος επιτάφιος εις Κωνσταντίνον Βαρδαλάχον», Παρνασσός 12 (1970) 667-675 [και: Κείμενα και Μελέται Νεοελληνικής Φιλολογίας, αρ. 69, Αθήναι 1970]. Της ιδίας, «Ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος και τα ανέκδοτα σχόλιά του στον Γρηγόριο Θεολόγο», Παρνασσός 12 (1971) 682-697 [και: Κείμενα και Μελέται Νεοελληνικής Φιλολογίας, αρ. 70, Αθήνα 1971]. 
[29] Πρβλ. «Τόσην φήμην έλαβεν η μεγάλη Σχολή της Χίου, ώστε καθ’ ημέραν αυξάνει ο αριθμός των απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος εκεί συρρεόντων νέων μαθητών… Μαθηταί είναι περί τους επτακοσίους τον αριθμόν, και είναι πολλά πιθανόν ότι μετά ένα χρόνον ο αριθμός αυτών θέλει φτάσει του χιλίους», Ερμής ο Λόγιος 9 (1919) 607.
[30] Βλ. Κ. Χατζόπουλου, Ελληνικά Σχολεία στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας (1453 – 1821), σσ. 246-247.
[31] Ερμής ο Λόγιος 8 (1919) 273.
[32] Ερμής ο Λόγιος 6 (1817) 251-253.
[33] Για τη θέση του Κοραή στα ζητήματα της γλώσσας βλ. τις πέντε εισηγήσεις των Κ. Θ. Δημαρά - Ά. Αγγέλου - V. Rotolo - Ντ. Γεωργούδη - Εμ. Φραγκίσκου στο: Διήμερο Κοραή 29 και 30 Απριλίου 1983, Προσεγγίσεις στη γλωσσική θεωρία, τη σκέψη και το έργο του Κοραή, Αθήνα 1984, σσ. 7-82.
[34] Κ. Θ. Δημαρά, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σ. 22. Όταν μάλιστα θέλησε να επανεκδώσει ένα από τα πιο αξιόλογα έργα του ο Βάμβας, τα Στοιχεία της Φιλοσοφικής Ηθικής, μετέβαλε το λεκτικό ύφος της «επί το ελληνικότερον».
[35] Α. Νικολοπούλου – Σκαρβελή, Τα Μαθηματάρια των  Ελληνικών Σχολείων της Τουρκοκρατίας, σ. 210.
[36] Αυτόθι, σσ. 291-347.
[37] Για μια συνολική θεώρηση του ζητήματος βλ. Ά. Αγγέλου, Πλάτωνος τύχαι. Η λόγια παράδοση στην Τουρκοκρατία, Ερμής, Αθήνα 1985.
[38] Φέρνω το παράδειγμα τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, φωτισμένο παιδαγωγό του 18ου αιώνα που στο έργο του Πραγματεία περί παίδων αγωγής ή Παιδαγωγία (Βενετία 1779), κατάφερε να περάσει στην τότε ελληνική παιδεία την εκπαιδευτική φιλοσοφία του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, χαρακτηρίζοντας τη ψυχαγωγική μέθοδο ως ένα «περισάρκωμα περιττόν, το οποίον αφαιρεί την ευκινησία του μαθητού», σ. 138. Για τις παιδαγωγικές γενικότερα απόψεις του βλ. Π. Κιτρομηλίδη, Ιώσηπος Μοισιόδαξ. Οι συντεταγμένες της βαλκανικής σκέψης τον 18ο αιώνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985, σσ. 190-208.  
[39] Ερμής ο Λόγιος, 6 (1816) 3-9, 17-21, 33-42, 113-124: «ο μηχανισμός του συστήματος τούτου προσηλώνει την προσοχήν των παιδίων, τα ενισχύει εις τας μελέτας των, αναπτύσσει βαθμηδόν τον νούν των, και τα προγυμνάζει, αφ’ ου φθάσωσιν εις ηλικίαν πλέον προβεβηκύαν, εις την ευπείθειαν, εις την ευταξίαν και εις το έργον», σ. 121. Γι’ αυτή βλ. Β. Παπαγεωργίου, «Η αλληλοδιδακτική μέθοδος», Επετηρίς Δημοτικής  Εκπαιδεύσεως 1 (1932) 286κε.
[40] Φ. Αργέντη – Στ. Κυριακίδου, Η Χίος παρά της γεωγράφοις και περιηγηταίς από του ογδόου μέχρι του εικοστού αιώνος, τ. Β΄, Εν Αθήναις 1946, σσ. 947-948.
[41] Αυτόθι σ. 946. Πρβλ. Fustel e Coulanges, Η νήσος Χίος. Ιστορικό υπόμνημα, Πρόλογος, σημειώσεις, μετάφραση Κ. Χωρεάνθη, Καραβίας Αθήναι 1977, σ. 215. Άλλη ωστόσο πηγή αναφέρει ότι κατά τους μετριώτερους αριθμούς περιελάμβανε περί του 12.000 τόμους. Βλ. Α. Βλαστού, Χιακά, ήτοι ιστορία της νήσου Χίου, τ. Β΄, σ. 136.
[42] Σποραδικά βλ. Αδαμαντίου Κοραή, Αλληλογραφία, τ. Γ΄, σσ. 285-290, 306-312, 515-520. Για τον αριθμό βιβλίων που έστελνε βλ. Α. Μπαλτά, «Αποστολές βιβλίων στη βιβλιοθήκη της Χίου. Στοιχεία από την αλληλογραφία Αδαμαντίου Κοραή και Αλέξανδρου Βασιλείου», Μνήμων 10 (1985) 318-328.
[43] Αδαμαντίου Κοραή, Αλληλογραφία, τ. Γ΄, σ. 531.
[44] Ερμής ο Λόγιος 9 (1919) 270.
[45] Σχετικά περί του τυπογραφείου βλ την ωραία μελέτη του Σπ. Λουκάτου, «Ο Αδαμάντιος Κοραής και η εν Χίο τυπογραφία», στον τόμο Εις μνήμην Κ. Άμαντου 1874-1960, Αθήναι 1960, σσ. 187-200.
[46] Για τον Πλάτωνα Φραγκιάδη βλ. Ν. Κρουσουλούδη, Ο βίος και το έργον του εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Χίου Πλάτωνος Φραγκιάδου (1776-1822), Θεσσαλονίκη 1981.
[47] Βλ. Στ. Φασουλάκη, «Από την εκδοτική δράση του Ν. Βάμβα: συμβολή στη γνώση της παραγωγής και της διακινήσεως του βιβλίου κατά τον ΙΘ΄ αι. (Με ανέκδοτα κείμενα)», Μνημοσύνη 8 (1980-1981) 171-178.
[48] Περί αυτού βλ. Λ. Καλβοκορέση, «Ανδρέας Ζανή Μάμουκας», Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 13 (1959) 384-414.
[49] Βλ. πρωτ. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Οι σπουδές του Κ. Τυπάλδου – Ιακωβάτου (1795- 1867)», Δελτίον Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας 15 (1978) 133-180. Πρβλ. Του ιδίου, «Μια μαρτυρία από την Κεφαλλονιά για τη Σχολή της Χίου», Χιακά Χρονικά 13 (1981) 54-63.
[50] Α. Γούδα, Βίοι παράλληλοι, τ. Α΄, σ. 290.
[51] Ολόκληρη η επιστολή βλ. Γρ. Φωτεινού, Χιακόν Αρχείον, τ. Α΄, επιμέλεια Ι. Βλαχογιάννη, Αθήνα 1924, σσ. 457-459.
[52] Β. Καλογεροπούλου – Μεταλληνού, «Ανέκδοτος μαρτυρία περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Πολύμνια τχ. 143-144 (1970) 29-30. Πρβλ. Φ. Ηλιού, «Τύφλωσον Κύριε τον λαόν σου», σ. 624.
[53] Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, «Οι σπουδές του Κ. Τυπάλδου – Ιακωβάτου (1795 –1867)», σσ. 142-143.

Σχόλια

  1. Η μελέτη αυτή δημοσιεύθηκε στο Παιδαγωγικό Βήμα Αιγαίου, τχ. 36 (Απρίλιος – Ιούνιος 2000) 73-86, [αφιέρωμα: Η παιδεία στη Λέσβο και τη Χίο κατά την Τουρκοκρατία]. Με κάποιες αλλαγές δημοσιεύθηκε και στον αφιερωματικό συλλογικό τόμο: Γηθόσυνον Σέβασμα. Αντίδωρον τιμής και μνήμης εις τον μακαριστόν καθηγητήν της Λειτουργικής Ιωάννην Μ. Φουντούλην (+2007), τ. Β΄, επιμέλεια Παναγιώτης Ι. Σκαλτσής και Αρχιμανδρίτης Νικόδημος Σκρέτας, εκδ. Κυριακίδη ΙΚΕ, Θεσσαλονίκη 2016.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις