Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ. Η περίπτωση της Μαρουτσαίας Σχολής με διδάσκαλο τον Ευγένιο Βούλγαρι

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Ο Κ. Θ. Δημαράς πριν μια εξηκονταετία, στα 1960, τιμώντας την προσφορά του Ηπειρώτη λογίου Παναγιώτη Αραβαντινού, στον επιμνημόσυνο λόγο που έκαμε στα αποκαλυπτήρια της προτομής του, έλεγε «ότι κάθε τόπος, κάθε περιοχή του ελληνικού χώρου (αφού γι' αυτόν είναι ο λόγος σήμερα), συμβολίζει μια ξεχωριστή απόχρωση μέσα στον ελληνικό ιριδισμό, μιαν ιδιάζουσα, αλλοιώτικη, νότα μέσα στην πολύφωνη ελληνική αρμονία. Όσο μας ξεφεύγει η απόχρωση, η νότα, είναι σαν να μας ξεφεύγει το όνομα, η ψυχή ενός ανθρώπου: δεν τον γνωρίζουμε, παρόμοια και δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον τόπο αυτόν, τον κάθε ελληνικό τόπο, όσο μας ξεφεύγει η ιδιάζουσα χροιά του, και μάταια θα επιδιώκαμε, χωρίς το σύνολο των τέτοιων γνώσεων, να ανασυνθέσουμε σε μιαν ιδεατή ενότητα την εξαίσια ποικιλία πού ενυπάρχει μέσα στον ελληνισμό. Ας προσθέσω ότι στην ανίχνευση αυτού του ιδιαίτερου κάθε φορά συστατικού, του μοναδικού, δίνω αποφασιστική σημασία προκειμένου για την Ελλάδα, γιατί η μεγάλη πατρίδα μας είναι πλασμένη από επιμέρους συστατικά, που για μακρούς αιώνες εκυριάρχησαν στην ιστορία της, διέπλασαν τα πεπρωμένα της και την εσφράγισαν με μιαν έννοια, με μια λέξη που είναι σε όλων μας τα χείλη: ο λόγος είναι για τον ελληνικό τοπικισμό, για την αγάπη των Ελλήνων προς την στενή τους πατρίδα». Ένας απ’ αυτούς τους τόπους αναμφίβολα είναι και η Ήπειρος, της οποίας η πνευματική και πολιτιστική ακτινοβολία, ιδιαίτερα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας υπήρξε τεράστια. Στο μακρύ κατάλογο των Ελλήνων λογίων που έζησαν και έδρασαν σ’ αυτή συγκαταλέγεται και ο Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806). 
Για τον «κλεινό» διδάσκαλο του Γένους, έχουν γραφεί αρκετά ως σήμερα. Πληθώρα μελετών και άρθρων που ξεκινούν από την παλαιότερη και φτάνουν μέχρι τη νεώτερη ιστορική και θεολογική κυρίως έρευνα, αποτιμούν τον πολυκύμαντο βίο και την πολυσχιδή δράση του κατατάσσοντάς τον στις πιο δυναμικές μορφές του 18ου αιώνα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι ο Βούλγαρις υπήρξε πράγματι «πρόδρομος» του Αδαμάντιου Κοραή. Και οι δυο τους έζησαν και έδρασαν στην κρισιμότερη περίοδο του Νέου Ελληνισμού, προγευόμενοι τις στιγμές του Αγώνα της εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821, με αποτέλεσμα παράλληλα ο ένας ως θεολόγος - φιλόσοφος και ο άλλος ως φιλόλογος, να προετοιμάσουν πνευματικά το Γένος γι’ αυτόν. 
Είναι γεγονός πως ένα από τα βασικότερα και σημαντικότερα επιτεύγματα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού υπήρξε ο καταλυτικός του ρόλος στο χώρο της εκπαίδευσης. Σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να ξεπεράσει την προσπάθεια αναχαίτισης των ιδεών του από την πλευρά της Εκκλησίας και με δυναμικό τρόπο να διεισδύσει και να επηρεάσει τα προγράμματα σπουδών μεγάλων εκπαιδευτικών κέντρων του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού. Κύρια συνιστώσα για την επίτευξη αυτής της προσπάθειας, αναμφισβήτητα ήταν η λογιοσύνη της ελληνικής διασποράς, με κορυφαίο τον Αδαμάντιο Κοραή, η οποία συνεπικουρούμενη από γενναίες οικονομικές χορηγίες Ελλήνων εμπόρων, στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της βαλκανικής χερσονήσου, συγκρότησε ένα δίκτυο ανώτερων εκπαιδευτηρίων που δεν πρόσφεραν μόνο γνώσεις, αλλά διαμόρφωναν και ελεύθερες συνειδήσεις. Ωστόσο, ετούτη η προσπάθειά για επαναπροσδιορισμό της ελληνικής παιδείας, μολονότι προχώρησε ως ένα επίπεδο, και παρότι είχε ευρύτερο κοινωνικό αντίκτυπο, δεν μπόρεσε πλήρως να πραγματοποιηθεί. Η αδιατάρακτη επιβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε μια εκπαίδευση στηριγμένη επί αιώνες στη σχολαστική παράδοση, αν και κλονίστηκε για ένα διάστημα πενήντα περίπου χρόνων, από το 1770 περίπου ως το ξέσπασμα της Επανάστασης, είναι φανερό ότι περιόρισε τον προσανατολισμό σημαντικών σχολών προς την ευρωπαϊκή παιδεία. Σημειώνω δύο τέτοιες περιπτώσεις: η πρώτη σχετίζεται με τον Μεθόδιο Ανθρακίτη και τη διδασκαλία της νεωτερικής φιλοσοφίας στη Μπαλαναία Σχολή των Ιωαννίνων, κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας της. Η καταδίκη του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1723, κατέδειξε, τελικά, την παντοδυναμία και τη διάθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας να επιδρά, πολλές φορές καταλυτικά, στην εκπαιδευτική ζωή των προεπαναστατικών χρόνων. Η δεύτερη αφορά τον Ευγένιο Βούλγαρι. Το πέρασμά του από τα τέσσερα μεγάλα εκπαιδευτικά κέντρα του 18ου αιώνα, τα Ιωάννινα, την Κοζάνη, το Άγιο Όρος και την Κωνσταντινούπολη, θα κλείσει με ταραχώδη τρόπο. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι λόγιοι, φορείς ως ένα σημείο των ιδεών του Διαφωτισμού, τελικά δεν προστατεύτηκαν αρκετά από εκκλησιαστικούς κύκλους. Γι’ αυτό και δεν εκπλήρωσαν τους εκπαιδευτικούς του στόχους, να παγιώσουν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Διαφωτισμού, σε σχολές που κινήθηκαν πολύ κοντά στο ρεύμα του Διαφωτισμού. Ωστόσο, τα αίτια που προκάλεσαν αυτές τις αντιδράσεις ποικίλουν κι οφείλουμε ξεχωριστά να τα ερμηνεύσουμε. Ο Μανουήλ Γεδεών, βαθύς γνώστης των εκπαιδευτικών πραγμάτων της Τουρκοκρατίας, αναφερόμενος στην περίπτωση του Ευγένιου Βούλγαρι, εξηγεί γιατί τα εξ Ευρώπης φιλοσοφικά συστήματα, με τα οποία με ζέση καταπιάστηκε ο Βούλγαρις, δεν μπόρεσαν να ευδοκιμήσουν παρ’ ημίν: «καινοί διδαχαί και δόγματα ξενίζοντα ετάρατον τα συνειδήσεις των ορθοδόξων κληρικών, αλλ’ υπήρχον λαϊκοί τινες λογιώτατοι ζητήματα αναμοχλεύοντες, την οργήν της Εκκλησίας αναρριπίζοντες, εκδίκησιν ίσως πνέοντες εναντίον σοφών ανδρών, ων μετ’ αθυμίας έβλεπον την διανοητικήν υπεροχήν… Ο μέγας Ευγένιος Βούλγαρις, αυτός, ον ο πολυμαθέστατος Μακραίος ωνόμασεν τρισμέγιστον, ο εν Ιωαννίνοις, εν Αγίω Όρει και Κοζάνη τοσούτον ευγλώττως υπερμαχήσας της εισαγωγής των θεωριών Λοκκίου, Λεϊβνιτίου και Βολφίου παρ’ ημίν, ο ζητούμενος μετά πόθου παρά τοσούτων ομογενών κοινοτήτων να διδάξη μυσταγωγών εις της αληθούς σοφίας τα άδυτα την διψώσαν νεότητα, ανίσχυρος εφάνη προς την κατάλυσιν της ακαταλύτου του Κορυδαλλέως υπεροχής»
Στην περίπτωση πάντως του Βούλγαρι, σημαντικό από κάθε άποψη είναι το γεγονός ό,τι δίδαξε σε ένα περιβάλλον, όπου πνευματικά κέντρα όπως τα Γιάννενα, η Κοζάνη, το Άγιο Όρος και η Κωνσταντινούπολη, γεύτηκαν το μετακένωμα των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού· και, βέβαια, τα κέντρα αυτά δεν ήταν τα μόνα που ήρθαν σε επαφή με τον Διαφωτισμό. Στη γεωγραφική εκπαιδευτική συγκρότηση του ελλαδικού, μικρασιατικού και βαλκανικού χώρου, σχολές με καλή παράδοση από τα μέσα του 18ου αιώνα αναμορφώνουν το πρόγραμμά τους. Έτσι, η Καστοριά, τα Σιάτιστα, η Μοσχόπολη, το Ιάσιο, Βουκουρέστι, η Σμύρνη, η Χίος και οι Κυδωνίες, είναι εστίες που θα πρωτοστατήσουν στη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού. 
Ο πρώτος σταθμός της εκπαιδευτικής δράσης του Βούλγαρι ήταν τα Γιάννενα. Στη Μαρουτσαία Σχολή, επωνυμία που οφειλόταν στους Γιαννιώτες μεγαλέμπορους της Βενετίας αδελφούς Σίμο και Λάμπρο Μαρούτση, θα διδάξει για δύο χρονικές περιόδους. Την πρώτη αμέσως μετά την επιστροφή του από τη Βενετία το 1742 μέχρι το 1746 με μισθό πεντακοσίων, και τη δεύτερη από το 1748/1749 μέχρι το 1752 με μισθό οκτακοσίων γροσίων. Πρόκειται για εποχή όπου σηματοδοτούνται οι απαρχές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στον εκπαιδευτικό χώρο της ηπειρωτικής Ελλάδας, κι αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην παρουσία του Βούλγαρι στα Γιάννενα. Ο Ιωάννης Φιλήμων στο γνωστό του έργο για την Φιλική Εταιρεία καταγράφει την παρουσία του Βούλγαρι στη Μαρουτσαία Σχολή, αλλά και άλλων συγχρόνων του λογιών σε άλλες πνευματικές εστίες, ως ένα σημαντικό βήμα για κατίσχυση των ιδεών του Διαφωτισμού στην εκπαίδευση του 18ου αιώνα: «ο ωφελιμώτατος Ευγένιος Βούλγαρις, σαλεύσας τον βαρύν λήθαργον της απαιδευσίας, ο Θεοτόκης, Δανιήλ, Λάμπρος Φωτιάδης, Τσελεμπής, Πρώιος, Στέφανος και άλλοι υπήρξαν τόσοι απόστολοι της μελλούσης πολιτικής του έθνους τύχης, εμπνευσμένοι τον θείον προς την εκπαίδευσιν της νεολαίας και την πατρίδα έρωτα»
Είναι γνωστό ότι τα Γιάννενα από τα μέσα του 14ου αιώνα γνώρισαν περίοδο ιδιαίτερης πνευματικής ακμής. Χάρη στην τεράστια οικονομική και εμπορική ανάπτυξή τους, αλλά και στα ειδικά προνόμια που είχαν παραχωρηθεί από τους Οθωμανούς – απαλλαγή από το παιδομάζωμα, άρτια κοινοτική οργάνωση, ελευθερία στην άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων – ευνόησαν περιώνυμες σχολές να επιτελέσουν σημαντικό εκπαιδευτικό έργο, συνδυάζοντας με επιτυχή τρόπο τη λόγια με τη νεωτερική παράδοση. Από αυτές, αξίζει να αναφέρουμε τη Σχολή Φιλανθρωπινών, με μακρά διάρκεια λειτουργίας (1292-1642) και με πρόγραμμα σπουδών πιστό στη λόγια βυζαντινή παράδοση, και τη Σχολής Στρατηγόπουλου, με πρόγραμμα σπουδών που δεν διέφερε απ’ αυτό της Σχολή Φιλανθρωπινών και η οποία έκλεισε αμέσως μετά την άτυχη εξέγερση του Διονυσίου Σκυλοσόφου το 1661. Στον ίδιο πάντα χώρο, τα Γιάννενα η Σχολή Επιφανίου Ηγουμένου ή Πρώτη και Μικρά Σχολή, με διάρκεια λειτουργίας περίπου έναν αιώνα (1658-1742), κατάφερε να συνθέσει τη λόγια παράδοση με τις φυσικές επιστήμες. Στην εν λόγω σχολή καθοριστική υπήρξε η συμβολή στην εισαγωγή νέων μεθόδων διδασκαλίας, του σχολάρχη της Μιχαήλ Μήτρου, μετέπειτα γνωστού Μητροπολίτου Αθηνών Μελέτιου. Ο Κωνσταντίνος Κούμας δικαιολογεί αυτή την άνθιση των γραμμάτων γράφοντας ότι: «εις την πόλιν των Ιωαννίνων χρεωστεί η Ελλάς την αναγέννησιν της παιδείας, .όχι μόνον δια την σύστασιν και συντήρησιν των σχολείων των, αλλά δια την πολυμάθειαν των διδασκάλων, και το περισσότερον δια τον ζήλον, με τον οποίον περιέθαλπαν οι καλοί Ιωαννίται τους μαθητάς»
Στα χρόνια του Βούλγαρι τώρα, το εκπαιδευτικό ιδεώδες των Ηπειρωτών προχωρεί πιο βαθιά. Τρεις σχολές με νεωτεριστικό πνεύμα, ολόκληρο τον 18ο αιώνα, καθιστούν τα Γιάννενα την κυριότερη πνευματική εστία της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η Σχολή Γκιόνμα ή Μεγάλη Μπαλαναία Σχολή, λειτούργησε περίπου ενάμιση αιώνα (1672-1821). Ακολούθησε δύο παραδόσεις, κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας της (1672-1723), το ριζοσπαστικό εκπαιδευτικό πρόγραμμά της οφειλόταν στη συμβολή του Βησσαρίωνα Μακρή και του Μεθόδιου Ανθρακίτη. Κατά τη δεύτερη περίοδο (1723-1821), το υπερσυντηρητικό πρόγραμμα σπουδών της προέρχεται από την οικογένεια των Μπαλάνων, με κορυφαίο τον Μπαλάνο Βασιλόπουλο, ιδεολογικό αντίπαλο του Βούλγαρι. Η Μαρουτσαία Σχολή αποτελούσε συνέχεια της Σχολής του Επιφανίου και λειτούργησε περίπου μισόν αιώνα (1742-1797). Το καινοτόμο εκπαιδευτικό πρόγραμμά της, κατεξοχήν έργο του Βούλγαρι, στάθηκε πολύ κοντά στο ιδεολογικό πεδίο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Η διακοπή της λειτουργίας οδήγησε τον τελευταίο της σχολάρχη της Αθανάσιο Ψαλίδα, στα 1805 στην εκ βάθρων αναδιοργάνωσή της και στη νέα ονομασία της σε Καπλάνειο ή Καπλαναία Σχολή, η οποία και λειτούργησε ως το 1820, όταν ο Ψαλίδας εξ αιτίας της πολιορκίας των Ιωαννίνων από του Τούρκους εγκατέλειψει την πόλη. Το αμιγώς νεωτεριστικό πρόγραμμα σπουδών της οφείλοταν αποκλειστικά στον Ψαλίδα. Εδώ, όμως, οφείλουμε να τονίσουμε το γεγονός ότι η Σχολή Μπαλάνων, κατά την δεύτερη περίοδο λειτουργίας της, ακολουθώντας εντελώς αυτόνομη πορεία, στάθηκε ιδεολογικά αντίθετη σε καθετί που επηρεαζόταν από το εξ Εσπερίας περιβάλλον του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Η αιτία, βέβαια, ήταν ξεκάθαρη: η αυστηρή προσκόλληση των Μπαλάνων στην ιερή και θύραθεν φιλοσοφία προερχόταν από την πίστη τους στο ότι ο φωτισμός του Γένους θα γινόταν μόνο αν η παιδεία στρεφόταν προς την κλασική και βυζαντινή παράδοση. Γι’ αυτό και κατάφεραν να επιβληθούν στα εκπαιδευτικά πράγματα των Ιωαννίνων για έναν αιώνα περίπου. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ένας εξ αυτών, που για σαράντα περίπου χρόνια διηύθυνε την ομώνυμη σχολή, ο Κοσμάς Μπαλάνος, γιος του Μπαλάνου Βασιλόπουλου, ήταν τόσο προσκολλημένος στην παραδοσιακή παιδεία, που απαγόρευε οι μαθητές του να διδάσκονται ευρωπαϊκές γλώσσες, διότι θεωρούσε ότι αυτές εισάγουν την αθεΐα. Το περιστατικό μας το διασώζει ο Γιαννιώτης λόγιος και αγωνιστής της Επανάστασης Δημήτριος Αθανασίου, μαθητής του Ψαλίδα, που στα 1817 παρεπιδημούσε στη Βιέννη. Λέγει χαρακτηριστικά: «εις το πρώτον σχολείον των Ιωαννίνων, δηλαδή εις το των αξίων συμπολιτών κυρίων Ζωσιμάδων, σχολαρχεί την σήμερον ο ελλόγιμος κύριος Κ. Μπαλανίδης. Ούτος ο άλλως σεβάσμιος ανήρ έπρεπε να έχη μαθητάς τους πάππους και προπάππους μας και όχι ημάς και τα τέκνα μας, διότι το σύστημά του είναι της εποχής εκείνης. Εις το σχολείον του άλλα βιβλία δεν έχουν χώραν, ει μη η Εγκυκλοπαίδεια του Πατούσα, το τέταρτον Θ. του Γαζή, η ιδική του Ανθολογία, και η Λογική του Κορυδαλέως. Βιβλία γραμμένα εις την απλήν διάλεκτον είναι εξωρϊσμένα εκείθεν. Ενθυμούμαι, μιαν φοράν, όταν ούτος ο διδάσκαλος, βλέπων το φιλοσοφικόν σύστημα του Σοαβίου, μεταφρασμένον παρά του κυρίου Γρηγορίου Κωνσταντά, είπεν ότι το αρέσκει πολλά, δεν τολμά όμως να το παραδώση, επειδή είναι εις την νέαν Ελληνικήν μεταφρασμένον. Εκτός τούτου ο ρηθείς εμποδίζει μεγάλως να μανθάνωσιν οι μαθηταί Ευρωπαϊκάς διαλέκτους, λέγων ότι αυταί, γέμουσιν από άθεα βιβλία, κάμνουν να αθεϊσουν, όσοι τας μανθάνουσι». Ο μόνος που κατάφερε να σπάσει την επιρροή των Μπαλάνων ήταν ο Αθανάσιος Ψαλίδας, και αυτό κατά την τριακονταετία πριν την Επανάσταση. Το ριζοσπαστικό πρόγραμμα σπουδών της σχολής περιελάμβανε τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών, της δυτικής φιλοσοφίας, των Αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και της θεολογικής επιστήμης. 
Ο Βούλγαρις ανέλαβε τη διεύθυνση της Μαρουτσαίας Σχολής το 1742 προερχόμενος από την Ιταλία. Ο βιογράφος του Γεώργιος Αινιάν κάμει λόγο για σύντομη παραμονή του στη Ζάκυνθο, την Κέρκυρα και τα Αμπελάκια, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνει το γεγονός. Βέβαιο πάντως είναι ότι, στα Γιάννενα ο σοφός δάσκαλος αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Μαρουτσαίας μετά από πρόσκληση των αδελφών Μαρούτση. Ευκατάστατοι έμποροι ο Σίμος και ο Λάμπρος Μαρούτσης, γνωστοί για τη φιλοπατρία και την αγάπη τους για τα γράμματα – το ίδιο ενδιαφέρον για το Γένος θα δείξουν αργότερα οι Καπλάνηδες και οι Ζωσιμάδες, όλοι τους Ηπειρώτες - από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του Βούλγαρι στη σχολή, θέλησαν να δώσουν νέα πνοή στο πρόγραμμα σπουδών της με τη διδασκαλία νεωτεριστικών μαθημάτων. Πρόκειται για πρωτοβουλία που προερχόταν καθαρά από μια κοινωνική ομάδα του ελληνορθόδοξου πληθυσμού, τους εμπόρους, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ως Ελληνισμός της διασποράς, είχαν επιτύχει οικονομική ευμάρεια σε σημαντικά εμπορικά κέντρα της Ευρώπης, όπως η Βενετία, το Λιβόρνο, η Τεργέστη, η Βιέννη και η Οδησσός. Σε ότι αφορά στη Σχολή Μαρούτση, οι φιλογενείς μεγαλέμποροι της Βενετίας Λάμπρος και Σίμος Μαρούτσοι, μέσω της μετάκλησης του Βούλγαρι από τη Βενετία στη νέα σχολή των Ιωαννίνων, που τιμητικά έφερε την επωνυμία τους, επιζητούσαν να μετακενώσουν τα φώτα της Ευρώπης και συνακόλουθα, βέβαια, να πετύχουν ένα δυτικότροπο πρόγραμμα σπουδών της. Ο «διακεκριμένης και εξαιρετικής μορφώσεως», διδάσκαλος του Γένους Ευγένιος Βούλγαρις, κατά τη εκτίμηση των αδελφών Μαρούτση, στάθηκε το καταλληλότερο πρόσωπο για την πραγμάτωση ενός φιλελεύθερου προγράμματος στα εκπαιδευτικά πράγματα των Ιωαννίνων. Ο Κωνσταντίνος Μέρτζιος ακάματος ιστοριοδίφης, μελετώντας τα αρχεία της Βενετίας, διασώζει σημαντικές πληροφορίες για το τι ακριβώς επιθυμούσαν οι αδελφοί Μαρούτσοι από τον Βούλγαρι: να διδάξει «τας επιστήμας ήτοι λογικήν, μεταφυσικήν, θεολογίαν εις όποιον ήθελε να σπουδάσει, και μαθηματικά, ελληνιστί και λατινιστί, θεωρών αναγκαίαν την σπουδήν της λατινικής δια την επιτυχίαν των ομοεθνών ημών σπουδαστών οι οποίοι μεγάλως εζημιώθησαν από την μοιραίαν απώλειαν του ελληνικού κράτους με την οποίαν απωλέσθησαν αι κύριαι βάσεις των επιστημονικών εγγράφων». Έτσι, ο Κερκυραίος δάσκαλος στην πρώτη του επαφή με τη παιδεία του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, βαθιά επηρεασμένος από την ευρωπαϊκή φιλοσοφία και επιστήμη, στη Μαρουτσαία Σχολή καινοτομεί και διδάσκει τη φιλοσοφία πρώιμου γερμανικού κι αγγλικού διαφωτισμού, με βάση τα σύστημα του Gravesande, του Locke, του Leibniz και του Wolf. Εισαγάγει τη διδασκαλία των θετικών επιστημών, χωρίς να διστάζει να χρησιμοποιεί ακόμη και εποπτικά μέσα. Τα Μαθηματικά του Tacquet και η Φυσική του Wucherer, θα αποτελέσουν βασικά μαθήματα των «προς ακρόασιν των παρ’ αυτώ μαθητιόντων». Συν τοις άλλοις, η διδασκαλία μαθημάτων, όπως η Αστρονομία, καταδεικνύουν το πόσο ρηξικέλευθη και τολμηρή προσωπικότητα ήταν ο Βούλγαρις. Αλλά και η αρχαία ελληνική και βυζαντινή γραμματεία θα έχει τη θέση στο διδακτικό πρόγραμμα του νέου δασκάλου. Κείμενα της κλασικής αρχαιότητας και υπό την ερμηνευτική μέθοδο θα αποτελέσουν την εγκύκλιο παιδεία της περιώνυμης σχολής. Εκεί όμως που δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα ο Βούλγαρις είναι η διδασκαλία της Λογικής. Πολύ νωρίς άλλωστε, στα 1766 ο ίδιος μεριμνά για την έκδοσή της. Ως καλοτυπωμένο εγχειρίδιο η Λογική, μαζί βέβαια με τα πολλά χειρόγραφά της, που απόκειται διάσπαρτα σήμερα σε διάφορες βιβλιοθήκες, καταδεικνύει την τεράστια απήχησής της στη διδακτική πράξη. Ολάκερη αυτή η διδακτική δραστηριότητα, πολλές φορές επίπονη και με δραματικά αποτελέσματα για τον ίδιο, θα συνεχιστεί σε όλα τα επώνυμα σχολεία όπου μετέπειτα θα βρεθεί Βούλγαρις. 
Είναι προφανές ότι η δυναμική που έδειξε ο Βούλγαρις στην εκπαιδευτική κίνηση των Ιωαννίνων να μη μείνει χωρίς αντιδράσεις. Αν και παλαιότερα, στον ίδιο πάντα χώρο τα Ιωάννινα, ο δάσκαλός του Μεθόδιος Ανθρακίτης είχε αναπτύξει παρόμοια δράση, το τελικό αποτέλεσμα σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν γνωστό. Το «λυκαυγές» της νεοελληνικής παιδείας, όπως εύστοχα έχει αποκληθεί από τον Μανουήλ Γεδεών, που πρώτοι φρόντισαν να το εδραιώσουν οι δύο παραπάνω δάσκαλοι στην πνευματική ιστορία του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, αρνητικά έκρινε η Σχολή των Μπαλάνων. Ο Μπαλάνος Βασιλόπουλος, που στα χρόνια και της πρώτης και της δεύτερης σχολαρχίας του Βούλγαρι στη Μαρουτσαία Σχολή, διηύθυνε τη Σχολή Γκιόνμα, λόγω της εμμονής του στο βυζαντινογενές πρότυπο της εκπαίδευσης, θα έρθει σε ρήξη με τις καινοτομίες του Βούλγαρι. Η σύγκρουση θα λάβει τεράστιες διαστάσεις το 1746. Κάτω υπό την πίεση των γεγονότων ο πρωτοπόρος δάσκαλος θα αναγκαστεί σε παραίτηση και θα εγκαταλείψει τα Γιάννενα. Η δυσπιστία του Μπαλάνου Βασιλόπουλου έναντι των δυτικόφερτων παιδαγωγικών και επιστημονικών ιδεών θα συντελέσει στη εμφανή καχεξία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, σε ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά κέντρα, όπως ήταν τα Γιάννενα. Αν και ο Βούλγαρις θα επανέλθει στη Μαρουτσαία Σχολή τρία χρόνια αργότερα, ξανά με παρέμβαση των αδελφών Μαρούτσοι, η κατάσταση δεν θα αλλάξει. Οι αντιδράσεις εναντίον του θα συνεχιστούν και ξανά την Άνοιξη του 1753 θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τα Γιάννενα με προορισμό το Άγιον Όρος. 
Ωστόσο, οι αντιδράσεις εναντίον του Βούλγαρι δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν ανασταλτικά παρά μόνο βραχυπρόθεσμα. Μολονότι οι Μπαλάνοι κυριάρχησαν για μια μεγάλη περίοδο στο εκπαιδευτικό περιβάλλον των Ιωαννίνων, η εκπαιδευτική τους τακτική παράμεινε αδύνατη. Αυτό οφειλόταν κυρίως σε δύο λόγους: πρώτον, στην εγγενή αδυναμία τους να εναρμονιστούν με την παιδεία του Διαφωτισμού, και δεύτερον στην παρουσία του Βούλγαρι και αργότερα του Ψαλίδα στη Μαρουτσαία Σχολή. Εκτός αυτού, ο Βούλγαρις και ο Ψαλίδας είχαν και ένα παραπάνω λόγο να υπερτερούν έναντι των Μπαλάνων. Η άμεση σύνδεσή τους με Έλληνες της διασποράς, κυρίως εμπόρους, τους προσέδιδε ηυξημένο κύρος, μιας και οι τελευταίοι ήταν η κοινωνική ομάδα, χάρη στην οποία η εκπαίδευση του 18ου αιώνα ήταν ιδεολογικά στραμμένη προς τα φώτα της Δύσης. 
Ο Βούλγαρις κατά την επταετή παραμονή του στα Γιάννενα, τόλμησε συστηματικά να διδάξει θετικές επιστήμες συνδυασμένες στενά με στοιχεία της δυτικής φιλοσοφικής σκέψης. Αναμφισβήτητα το πρωτοπόρο τούτο τόλμημα, είχε άμεση απήχηση στους μαθητές του, εκ των οποίων οι περισσότεροι ιδεολογικά στάθηκαν κοντά του. Από αυτούς αξίζει να αναφέρουμε: τον Μονεμβασιώτη Ιγνάτιο Κεμίζο, γνωστό λόγιο και επιμελητή του Προσκυνηταρίου του Αγίου Όρους που εκδόθηκε στη Βενετία στα 1745, τον πολύ Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, ο οποίος μετά από σημαντικές σπουδές στην Πατριαρχική Ακαδημία και την Πατμιάδα Σχολή κοντά στον φημισμένο δάσκαλο Γεράσιμο Βυζάντιο, στα 1744 περίπου επιζητεί αρτιότερη φιλοσοφική μόρφωση κοντά στον Βούλγαρι, τον Σιατιστινό δάσκαλο Μιχαήλ Παπαγεωργίου, θείο εκ μητρός του Γεωργίου Ζαβίρα, με σημαντικό διδακτικό έργο στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη, τον Κυπριανό τον Κύπριο μετέπειτα Πατριάρχη Αλεξανδρείας, τον οποίο ο Σέργιος Μακραίος χαρακτηρίζει «ζηλωτήν των ορθών δογμάτων, επιστήμονα των θείων Γραφών, και της έξω σοφίας έμπειρον, συνετόν, μεγαλόφρονα, γενναίον, απαράτρεπτον, και βίον τον πάντα εν λόγοις ησκημένον και τη κατ’ αρετήν πράξει επίδηλον, άμωμον εν πάσι και αδιάβλητον», τον λόγιο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Δαμασκηνό, τον Αγάπιο από τα Γαλάτιστα, δάσκαλο ελάχιστα όμως γνωστό, μιας και πέθανε νέος, με καλή γνώση όμως της νεώτερης φιλοσοφίας, τον Αναστάσιο Μουσπινιώτη, μεγάλο διερμηνέα του Γεωργίου Σταυράκογλου στην Κωνσταντινούπολη, τον Χριστόφορο Προδρομίτη διαπρεπέστατο λόγιο και συγγραφέα μελετών σχετικών με το Κανονικό Δίκαιο, τον Θεόφιλο Παπαφίλη σημαντικό λόγιο ιεράρχη Επίσκοπο Καμπανίας, και τον Θεόδωρο Αναστασίου Καβαλλιώτη, λαμπρό δάσκαλο στην Νέα Ακαδημία της Μοσχόπολης. Ειδικότερα οι τρεις τελευταίοι, ως πολυμαθείς μαθητές, ακολούθησαν τον Βούλγαρι και στη Σχολή Κοζάνης. Οφείλουμε εδώ να τονίσουμε ιδιαίτερα το γεγονός, ότι ο Μουσπινιώτης και ο Παπαφίλης με την άφιξη του Βούλγαρι στα Γιάννενα, άφησαν τις σπουδές τους στο περιώνυμο εκπαιδευτήριο των Μπαλάνων και μετέβησαν στη Μαρουτσαία Σχολή. Ο Αναστάσιος Μουσπινιώτης διέπρεψε ως δάσκαλος και κήρυκας του θείου λόγου σε πολλές πόλεις της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Το ανήσυχο πνεύμα του τον ώθησε σε ταξίδια της βαλκανικής χερσονήσου, όπου και εκεί άσκησε σημαντικό διδακτικό έργο. 
Όμως, πιο στενά δεμένος με τον Βούλγαρι ήταν ο Θεόφιλος Παπαφίλης. Οι σχέσεις των δύο ανδρών, σχέσεις μαθητείας πρώτα και αγαστής φιλίας αργότερα – η μαθητεία σύμφωνα με τις πηγές πραγματοποιήθηκε πρώτα στη Μαρουτσαία Σχολή και μετά στη Σχολή της Κοζάνης - καταγράφονται σε αυτόγραφα κείμενά τους. Ο ίδιος ο Θεόφιλος σε επιστολές και σημειώματά του τα οποία εξέδωσε ο Β. Μυστακίδης, χαρακτηρίζει τον Βούλγαρι «σοφώτατο διδάσκαλο» και καταγράφει με σεβασμό τη μαθητεία του κοντά. Αλλά και ο ίδιος ο Βούλγαρις φαίνεται ότι εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Θεόφιλο, γι’ αυτό και του απέστειλε επιστολές και έργα του, τα οποία συμπεριελήφθησαν από τον Θεόφιλο στο περισπούδαστο πεντάτομο έργο του Κοινάριο. Αξίζει εδώ, να σημειωθεί ο βαθύτατος σεβασμός του Βούλγαρι προς τον Θεόφιλο. Στην Περί Παλιρροιών πραγματεία του, την οποία μετά από παράκληση του ιδίου του Θεόφιλου απέστειλε, ο σοφότατος δάσκαλος υπακούει με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο: «είναι τρόπος να μην υπακούσω εγώ τον Δεσπότην μου; Είναι δυνατόν να μην υποκλίνω την κεφαλήν εις το νεύμα του πρόθυμος; Εκ των ενόντων αγωνισθήσομαι. Αν όχι ως βούλομαι, καν ως δύναμαι εις τούτο θαρρών, ότι και αφελώς διαπραξάμενος το αγώνισμα, θέλω τύχω ευμενούς του εμού Ευρυσθέως»
Στην ίδια ακριβώς τροχιά κινήθηκε και ο Μοσχοπολίτης λόγιος Θεόδωρος Καβαλλιώτης. Πρώτη μνεία περί της μαθητείας του κοντά στον Βούλγαρι στη Μαρουτσαία Σχολή, γίνεται στα 1774 από τον Γερμανό καθηγητή της Ρητορικής και της Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Χάλλης Johannes Geschichte. Το πότε ωστόσο, έφτασε στα Γιάννενα ο Καβαλιώτης δεν είναι απολύτως ξεκαθαρισμένο. Εικάζεται ότι στην ίδια σχολή πρέπει να άκουσε για τη διδασκαλία του Μεθόδιου Ανθρακίτη. Ο A. Hetzer ομιλεί περί παραμονής του στα Γιάννενα όχι στα χρόνια διδασκαλίας του Βούλγαρι, αλλά κατά τη διετία 1732-1734, οπότε και υπήρξε μαθητής του Ανθρακίτη και όχι του Βούλγαρι, κατατάσσοντάς τον έτσι πολύ κοντά στη φιλοσοφική σκέψη του Ηπειρώτη φιλοσόφου. Ο Hetzer σχετικοποιεί την άποψή του λέγοντας ότι ο Βούλγαρις ήταν μόνο δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Καβαλλιώτη. Ασαφής η θέση του Hetzer, τελικά, φαίνεται ατεκμηρίωτη, διότι ο Καβαλλιώτης δέχθηκε πολλές επιδράσεις από τον Βούλγαρι, βάση των οποίων στήριξε την μετέπειτα πορεία του ως κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας. Οι ομοιότητες των δύο ανδρών έναντι των ιδεών του Διαφωτισμού που δεικνύουν μια στάση γοητείας, είναι οφθαλμοφανείς. Άλλωστε στα ανέκδοτα χειρόγραφά του αναφέρεται συχνά στον καρτεσιανισμό και τον Λάιμπνιτς, επιρροή σαφώς κληρονομημένη από τον Βούλγαρι. 
Η αξία των παραπάνω μαθητών του Βούλγαρι φάνηκε στο ότι οι περισσότεροι στήριξαν τον άθλο του προικισμένου δασκάλου τους, για να αναδείξει με συνέπεια την παιδεία του Διαφωτισμού σε μέγιστο μορφωτικό αγαθό της εποχής τους. Τούτο φάνηκε καθαρά στον Θεόφιλο Παπαφίλη, από διακεκριμένος λόγιος, και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πατερικής παραδόσεως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, που αν και Επίσκοπος Καμπανίας, στάθηκε άξιος μαθητής του Βούλγαρι, δεν απέφυγε μάλιστα ακόμη και τη συναναστροφή του με καθολικούς και διαμαρτυρόμενους μοναχούς, και δεν δίστασε να μελετήσει το περί ανεξιθρησκείας πόνημα του Βολταίρου. 
Ωστόσο, αυτή η εκπαιδευτική κίνηση, λαμπρή στο περιεχόμενό της, δεν μπόρεσε να μείνει δίχως το ιδεολογικό αντίβαρο στην προσπάθεια του Βούλγαρι για αναμόρφωση της ελληνική παιδείας βάση των ιδεών του Διαφωτισμού. Στην τάξη των μαθητών του στη Μαρουτσαία Σχολή, είναι πιθανό να βρέθηκε και ένας ελάχιστα γνωστός λόγιος, ο ιερομόναχος Αμφιλόχιος Παρασκευάς. Είναι πράγματι πολύ πιθανό να μαθήτευσε κοντά στον Βούλγαρι, μιας και ρητά μαρτυρείται η παραμονή του στα Γιάννενα ως το 1749. Έμμεση μαρτυρία είναι ένα αντίτυπο της Λογικής του Βούλγαρι το οποίο φέρει ιδιόχειρες σημειώσεις του Αμφιλόχιου. Η πλούσια διδακτική του δράση σε σημαντικά εκπαιδευτικά κέντρα του ευρύτερου βαλκανικού χώρου, όπως η Μπρατισλάβα, ο Τύρναβος, η Έδεσσα, η Νάουσα, η Ουγγαρία και η Κοζάνη, φανερώνει ένα δάσκαλο που εργαζόταν με αυταπάρνηση για την πνευματική προκοπή του Γένους. Εκείνο όμως που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η σφοδρή πολεμική του εναντίον του Βούλγαρι. Είναι απορίας άξιο πως ένας τέτοιος λόγιος ιερομόναχος, που στη διδακτική του πράξη χρησιμοποιούσε τη Λογική, τη Φιλοσοφία, τη Ρητορική και τα Μαθηματικά, καταφέρθηκε εναντίον των νεωτερικών αντιλήψεων του Κερκυραίου δασκάλου. Τούτο εξηγείται, μόνο αν σκεφτούμε ότι ο Αμφιλόχιος υπήρξε και μαθητής του Μπαλάνου Βασιλόπουλου. 
Το πέρασμα του Βούλγαρι από τα Γιάννενα, σε ένα καθορισμένο χώρο όπως ήταν η Μαρουτσαία Σχολή στα μέσα του 18ου αιώνα, σηματοδότησε τη απαρχή μιας κυοφορούμενης για μια πεντηκονταετία αλλαγής στην ελληνική εκπαίδευση των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Με βάση όχι μόνο τη διδακτική πράξη, αλλά και το ευρύτερο περιεχόμενο της παιδείας του 18ου αιώνα, το οποίο αφορούσε ιδεολογίες και νοοτροπίες όπως αυτές εκφράστηκαν κυρίως από πληθώρα λογίων και εμπόρων που ζούσαν σε παροικίες της Δύσης, η Νέος Ελληνισμός κατάφερε να ξεπεράσει τις δυσκολίες των προηγούμενων αιώνων και βασιζόμενος σε μια παράδοση αιώνων να συμπορευτεί με ότι καινούργιο του έδινε η πνευματική επανάσταση της Ευρώπης, ο Διαφωτισμός. Η περίπτωση των Ιωαννίνων, είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί σε αυτή συνυπήρξαν δύο λόγιες σχολικές παραδόσεις, η προοδευτική και η συντηρητική, όχι αρμονικά βέβαια. Από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα η καθεμία θα προσπαθήσει να υπερκεράσει την αίγλη της άλλης. Η Σχολή των Μπαλάνων παρά την αυστηρή της προσκόλληση στην προγενέστερη παράδοση, κατάφερε για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, από το 1723 μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, παρά την φθίνουσα πορεία της, εν μέρει, να κυριαρχήσει στα εκπαιδευτικά πράγματα των Ιωαννίνων, αδυνατώντας έτσι να αντιμετωπίσει τα μηνύματα του Διαφωτισμού. Η κατηγορηματική άρνηση των δασκάλων της να αποδεχθούν τις νέες ιδέες φάνηκε σε έναν από αυτούς τον Μπαλάνο Βασιλόπουλο, ο οποίος όταν ανέλαβε τη διεύθυνση της σχολής τα 1723, αναθεώρησε ριζικά το πρόγραμμα σπουδών της, εξοβελίζοντας ριζικά τα νέα μαθήματα που πριν από αυτόν είχε εισάγει ο Μεθόδιος Ανθρακίτης. Παρότι ασχολούμενος ο ίδιος με τα Μαθηματικά, τη διδασκαλία του σε αυτά την έκαμε όχι με βάση τα έργα των κορυφαίων ευρωπαίων επιστημόνων, αλλά με εκείνα των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Η προσπάθειά του μάλιστα να συντάξει καινούργια σχολικά εγχειρίδια επικρίθηκε έντονα από συγχρόνους του για την επιστημονική ανεπάρκειά τους. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο Μπαλάνος Βασιλόπουλος προήγαγε σημαντικά τα Μαθηματικά με την έκδοση στα 1749 του έργου του Οδός Μαθηματικής, το πρώτο ολοκληρωμένο έργο μαθηματικών στον τουρκοκρατούμενο Ελληνισμό του 18ου αιώνα. Τη συντηρητικότητα του Μπαλάνου πρώτος κλόνισε ο Βούλγαρις με την οκτάχρονη παρουσία του στη Μαρουτσαία Σχολή. Η προσπάθειά του για εφαρμογή νέων μεθόδων διδασκαλίας έδωσε το έναυσμα για την πορεία που όφειλαν κατοπινοί λόγιοι όπως ο Αθανάσιος Ψαλίδας, να ακολουθήσουν: η διάδοση των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού ήταν πια γεγονός. Κι όλα αυτά υπό τον συνεχή έλεγχο του Μπαλάνου Βασιλόπουλου. Η εγκατάλειψη της θέση του στα 1746 και η φυγή του για την Κοζάνη δεν ήταν τυχαίο γεγονός, κατά κύριο λόγο οφειλόταν στον Μπαλάνο. Ο Κούμας με χαρακτηριστικό τρόπο περιγράφει τα συμβάντα: «οι οπαδοί του Βαλάνου, είτε από αληθινόν ζήλον είτε από ζηλοφθονίαν κινούμενοι, εξωπλίσθησαν κατά των μαθημάτων του νέου διδασκάλου. Μ’ όλον ότι προς απόδειξιν της θεοσεβείας του συνέγραφε και παρέδιδε και σχολαστικήν Θεολογίαν ηναγκάσθη να ζητήση αλλού την ησυχίαν του»

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ (ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ) 

ΑΓΓΕΛΟΥ Α., Των Φώτων. Όψεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ττ. Α΄, Β', εκδ. Ερμής, Αθήνα 1988, 1999. 
ΑΙΝΙΑΝ Γ., Συλλογή ανεκδότων συγγραμμάτων του αοιδίμου Ευγενίου του Βουλγάρεως, ττ. Α΄- Β΄, [Αθήνα 1838]. 
ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ Π., Χρονογραφία της Ηπείρου, τ. Β΄, [Αθήνα 1856]. 
Ο ΙΔΙΟΣ, Βιογραφική συλλογή λογίων της Τουρκοκρατίας, Εισαγωγή – Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς, εκδ. Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1960. 
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Τουρκοκρατία (1669-1812). Η οικονομική άνοδος και ο φωτισμός του Γένους, τ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 1973. 
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Κ., Ιστορία του Βορείου Ελληνισμού. Ήπειρος, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992. 
ΒΡΑΝΟΥΣΗΣ Λ., Αθανάσιος Ψαλίδας. Ο διδάσκαλος του Γένους, Ιωάννινα 1951. 
ΓΕΔΕΩΝ Μ., Η πνευματική κίνησις του Γένους κατά τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνα, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1976. 
ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΕΝΗ, «Ηπειρώτες έμποροι στην Ιταλία κατά τον 18ο αιώνα. Πρόδρομη ανακοίνωση», Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου: Μνήμη Λέανδρου Βρανούση, Αθήνα 1995, σσ. 143-175. 
ΔΗΜΑΡΑΣ Θ. Κ., Η λογιοσύνη των Ηπειρωτών. Λόγος επιμνημόσυνος στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Π. Αραβαντινού, εκδ. Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1960. 
Ο ΙΔΙΟΣ, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985. 
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Κ., «Ο Αθανάσιος Ψαλίδας και το αρχείο του», Δελτίο Ιστορικής Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, 14(1960)550-583, 15(1962)273-369. 
ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ Τ., Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας. Ελληνικά Σχολεία από της Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου, τ. Α΄, Εν Αθήναις 1936, σσ. 152-167. 
ΖΑΒΙΡΑΣ Γ., Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον, Επιμέλεια – Εισαγωγή – Ευρετήριον Τάσος Γριτσόπουλος, εκδ. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1972. 
ΚΕΚΡΙΔΗΣ ΕΥ., Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης (1718;-1789). Ο διδάσκαλος του Γένους, Καβάλα 1991. 
ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ Π., «Αγώνες για ιδεολογική ανανέωση στην παιδεία των Ιωαννίνων. Ερμηνευτικό χρονικό», Αντί, τχ. 179 (5 Ιουνίου 1981)26-30. 
Ο ΙΔΙΟΣ, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1996. 
ΚΟΝΔΥΛΗΣ Π., Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι φιλοσοφικές ιδέες, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1988. 
ΚΟΥΜΑΣ Κ., Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων, τ. ΙΒ΄, [Βιέννη 1832], σ. 557. 
ΚΟΥΡΜΑΝΤΖΗ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ ΕΛΕΝΗ, «Η εκπαίδευση στα Γιάννενα και οι ιδεολογίες της: οι "νεωτεριστικές" σχολές και οι σχολές Μπαλάνων και Ψαλίδα (1645-1820)», Δωδώνη, 20(1991)101-173. 
ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ Κ., «Σχολεία και δάσκαλοι των Γιαννίνων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας», Ηπειρωτική Εστία, 21(1972)595-609. 
ΛΑΜΠΡΟΣ Σ., «Περί της παιδείας εν Ιωαννίνοις επί Τουρκοκρατίας», Νέος Ελληνομνήμων, 13(1913)273-317, 
ΜΕΡΤΖΙΟΣ Κ., «Το εν Βενετία Ηπειρωτικόν Αρχείον», Ηπειρωτικά Χρονικά, 11(1936) (ολόκληρος ο τόμος). 
Ο ΙΔΙΟΣ, «Το εν Βενετία Κρατικόν Αρχείον», Ηπειρωτικά Χρονικά, 14(1940)5-53, 
ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ Δ. Γ., (πρωτοπρ). Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1988. 
ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Φ., Τα Γιάννενα και η Νεοελληνική Αναγέννηση (1648-1820), Αθήνα 1930. 
ΜΠΑΛΑΝΟΣ Δ., «Οι Μπαλάνοι διδάσκαλοι του Γένους», Ηπειρωτικά Χρονικά, 5(1930)229-235. 
ΜΥΣΤΑΚΙΔΗΣ Β., «Συμβολή εις την ιστορίαν των εν Ιωαννίνοις σχολείων», Παρνασσός, 10(1886)55-76, 132-140, 185-191. 
ΝΟΥΤΣΟΣ Χ., «Η κριτική του Ι. Μοισιόδακα στον Ε. Βούλγαρη», Δωδώνη, 25(1996) 67-78. 
ΝΟΥΤΣΟΣ Π., «Ο νεαρός Ψαλίδας και η φιλοσοφία του Γαλλικού Διαφωτισμού», Ηπειρωτικά Χρονικά, 23(1981)187-215. 
Ο ΙΔΙΟΣ, «Ο νεαρός Ψαλίδας για τη Θεία Αποκάλυψη», Ηπειρωτικά Χρονικά, 25 (1983), σσ. 265-286 και 
Ο ΙΔΙΟΣ, «Για το φαινόμενο του “Νεοελληνικού Διαφωτισμού», Πρακτικά Α΄ Πανελληνίου Επιστημονικού Συνεδρίου: Η λογιοσύνη του Ανατολικού Ζαγορίου, Ιωάννινα 2002, σσ. 27-32. 
Ο ΙΔΙΟΣ, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Τα όρια της διακινδύνευσης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005. 
ΠΕΤΣΙΟΣ Κ., «Παρατηρήσεις στο δημοσιευμένο έργο του Αθανασίου Ψαλίδα (1767-1829», Ηπειρωτικά Χρονικά, 3 (2003)163-194. 
Ο ΙΔΙΟΣ, Μεθόδιος Ανθρακίτης. Εισαγωγή στη σκέψη και το έργο του, Ιωάννινα 2006. 
ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ Γ., «Σχολεία στην Ελλάδα συντηρούμενα από κληροδοτήματα Ελλήνων της Βενετίας», Θησαυρίσματα, 9(1972)236-240. 
ΣΤΟΓΙΟΓΛΟΥ Γ., Ιστορία Επισκοπών Μακεδονίας. Θεόφιλος Παπαφίλης Επίσκοπος Καμπανίας, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992. 
ΧΑΣΙΩΤΗΣ Ι., Μεταξύ οθωμανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης. Ο ελληνικός κόσμος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001. 
ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ Κ., Ελληνικά σχολεία στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (1453-1821), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 88-105. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις