ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: «Πότε διάβολος, πότε άγγελος»

«Δεν πέρασαν μια δυο μέρες και ήρθε μπουγιουρντί απ’ τη διοίκηση να περάσει ο καπιτάνος από δικαστήριο για αυτό το χαρτί. Λουστοπλύθηκε αποβραδίς, έβαλε την καλή τη φορεσιά με το πέτσινο σελάχι και πρωί πρωί κινήσαμε για το Μεσολόγγι. Μαζί μ’ εμένα πήρε μονάχα άλλα δυο παλικάρια, έλεγε πως δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.


»Το δικαστήριο είχε στηθεί μέσα στη μεγάλη εκκλησιά της Παναγιάς. Ήταν οι κεφαλές της πόλης, ο Στορνάρης, ο Τάτζης Μαγγίνας, ο Νότης Μπότσαρης μαζί με τον Τζαβέλα, ο μεγάλος ο παπάς απ’ την Άρτα, ο Πορφύρης, που τα μάτια του έσταζαν φαρμάκι, ο Δήμος ο Σκαλτσάς, και πάνω πάνω καθόταν ο γερο-Τζιόγκας ο αρματολός. Ο καπιτάνος πικράθηκε πολύ σαν τον είδε ενάντιό του, επειδίς παλιότερα είχαν πολεμήσει αντάμα σαν Κλέφτες. Είπαν εκείνοι τα δικά τους και ο καπιτάνος την αλήθεια. Στο τέλος τους έκανε να βάλουν όλοι τρανταχτά τα γέλια με την απάντηση που έδωσε στο Γαλάνη Μεγαπάνο, τον κοτζάμπαση, όταν εκείνος τον ρώτησε γιατί δεν κόβει το χούι να βρίζει. Όμως στο τέλος έβγαλαν την άδικη απόφαση να του πάρουν κάθε αξίωμα και να τον διώξουν απ’ το Μεσολόγγι. Φάνηκε πόσο ψεύτικο ήταν αυτό το δικαστήριο γιατί το Βουλπιώτη, που τάχατες πήγε το χαρτί στον Ομέρ, δεν τον έφεραν στην εκκλησιά, παρά λίγες μέρες υστερότερα τον έβαλαν πρώτο πρώτο στη δούλεψη του Δήμου του Σκαλτσά. Σηκωθήκαμε και φύγαμε απ’ το Αιτωλικό κι όλος ο λαός στο Μεσολόγγι έπεσε σε θλίψη μεγάλη, έλεγαν που θα ξαναβρούν τέτοιο γενναίο να τους προστατέψει. Ο καπιτάνος, σαν πέρασε με το άτι μπροστά απ’ το σπίτι του τεσσερομάτη, έβγαλε δυνατή φωνή πως το κακό αυτό γρήγορα θα του το ξεπλέρωνε. Μπορεί ο Μαυροκορδάτος να του ‘γραψε την προδοσία στο χαρτί, όμως αυτός θα του την έγραφε στο μέτωπο, για να φανεί σε όλους τι κουμάσι ήταν».

ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ. (2021). Πότε διάβολος πότε άγγελος. Αθήνα: Μεταίχμιο, σσ. 64-65.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις