Ο Γιάννης Βλαχογιάννης ως λογοτέχνης και ερευνητής
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
Στη λογοτεχνική γλώσσα του Γιάννη Βλαχογιάννη, στο λεκτικό του, στις πεζογραφικές και τις ποιητικές σελίδες του, δεν υπάρχει σοβαρή διαφορά, εκτός από την πολύ πιο σπάνια χρήση του ιδιωματικού ρουμελιώτικου λόγου στην ποίησή του. Αλλά ούτε και η θερμοκρασία διαφέρει, η δε επιζήτηση του ρυθμού είναι κοινή σε ποιήματα και διηγήματα, και παρόμοια τα τεχνικά μέσα που θα οδηγήσουν στη μουσική. Για παράδειγμα τα υπερβατά, οι παρηχήσεις, οι επαναλήψεις, η ενσωμάτωση δεκάδων στίχων αποσπασμένων από δημοτικά τραγούδια, καθώς και η ενσφήνωση προτάσεων του ίδιου του Βλαχογιάννη που έχουν βγει από το καλούπι του δεκαπεντασύλλαβου.
Θα ‘λεγα μάλιστα ότι, παρά τον δεκαπεντασύλλαβο που επιλέγεται ως φόρμα στα περισσότερα ποιήματα, πιο κοντά στον τρόπο του δημοτικού τραγουδιού είναι οι διηγήσεις του, ιδιαίτερα όσες ανταποκρίνονται πλήρως σε όσα εννοούμε με τον όρο πεζοτράγουδο. Αυτό αφορά κυρίως τις συντομότερες, που ιστορούν μία και μόνη σκηνή, με παντελώς αφανή τον δημιουργό, όπως συμβαίνει στα δημοτικά τραγούδια. Για ομοιότητα με τα ποιήματα σε πεζό (poèmes en prose) μιλάει η Έρη Σταυροπούλου (στο οικείο λήμμα του 8ου τόμου της σειράς «Η παλαιότερη πεζογραφία μας: Από τις αρχές της ώς τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο», Σοκόλης, Αθήνα 1997).
Από την πλευρά του, ο Μάριος Καζίκας στη διδακτορική του διατριβή «Το λογοτεχνικό έργο του Γιάννη Βλαχογιάννη-Επαχτίτη» παρατηρεί ότι «ο βαθμός επίδρασης του δημοτικού τραγουδιού», σε ορισμένα σκηνογραφήματα, όπως χαρακτηρίζει τα άνευ πλοκής στατικά αφηγήματα, «μεταθέτει σε τέτοιο βαθμό τα ειδολογικά όρια, ώστε να δημιουργείται η αίσθηση ενός λόγου που κινείται παλινδρομικά ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία» (Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Τμήμα Φιλολογίας, Αθήνα 2017). Ορισμένες παράγραφοι από την πυκνή προσωπογραφία του Βλαχογιάννη διά χειρός Αλκη Αγγέλου, στην εισαγωγή του στον τόμο «Ιστορική ανθολογία: Ανέκδοτα – γνωμικά – περίεργα – αστεία εκ του βίου διασήμων Ελλήνων 1820-1864» («Εστία», 2000), διερευνούν τον διπλό χαρακτήρα της γραφής του:
«Αν ξεφυλλίσει κανείς σήμερα τα “Άπαντα” του Γιάννη Βλαχογιάννη χωρίς να τον γνωρίζει, θα σταθεί σκεπτικός· έχει μπροστά του ένα έργο με διπλό χαρακτήρα, λογοτεχνικό και ερευνητικό - ιστορικό: είναι οι δύο χώροι που καλλιεργεί παράλληλα και ώς το τέλος της ζωής του ο Βλαχογιάννης. Δύο έννοιες, θεωρητικά τουλάχιστον, ασυμβίβαστες: η πρώτη με κύριο έρεισμα την απογείωση, η δεύτερη, αντιθέτως, την γείωση. Και ο αναγνώστης, όταν στην συνέχεια πληροφορηθεί πως ο Βλαχογιάννης μέσα από τον αντιμαχόμενον αυτόν κόσμο του λόγου, επιχειρεί να ανασυνθέσει κυρίως ένα και μόνο κόσμο, τον κόσμο του Αγώνα, αναρωτιέται: Είναι ποτέ δυνατόν;
»Καθένας, δηλαδή, αν είναι “παιδί φανατικό για γράμματα”, ξεκινάει από την λογοτεχνία· διανύει τότε την περίοδο της αυθορμησίας. Ο χρόνος, η ωριμότητα, που συνοδεύονται από την εμπειρία, θα οδηγήσουν ενδεχομένως στην συνέχεια στην έρευνα και στην ιστορία, με αποτέλεσμα να ατονήσουν οι λογοτεχνικές επιδόσεις. Είναι π.χ., η περίπτωση του Κωνσταντίνου Σάθα, ο οποίος, ενώ είχε ξεκινήσει την σταδιοδρομία του ως λογοτέχνης και με παράλληλες σπουδές στην ιατρική, όταν από μιαν εντελώς τυχαία σύμπτωση ανακάλυψε στην πατρίδα του, το Γαλαξίδι, το χειρόγραφο του “Χρονικού του Γαλαξιδιού”, εγκατέλειψε τα πάντα και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην έρευνα.
»Αυτόν τον φυσιολογικό δρόμο δεν τον ακολούθησε ο Βλαχογιάννης. Ενώ ξεκίνησε ως λογοτέχνης, όταν κάποια στιγμή ανακάλυψε μέσα του τον δαίμονα της έρευνας, την λογοτεχνία όχι μόνον δεν την εγκατέλειψε, παρά την ολοκληρωτική του αφοσίωση στην πρώτη, αλλά, αντιθέτως, πίστεψε πως βρήκε τρόπο όχι μόνον να την συμβιβάσει με την έρευνα, αλλά και να εξυπηρετήσουν η μία την άλλη. Πώς όμως θα χαρακτηρίζαμε τότε αυτήν την συμπεριφορά του; Μήπως επιβάλλεται αυτή την σύζευξη της λογοτεχνίας με την ιστορικοερευνητική εργασία του να την θεωρήσουμε ως ένα είδος αυθαιρεσίας, τουλάχιστον ως προς τα δεδομένα της εποχής; […]
»Και ο Βλαχογιάννης; Τι είναι, τέλος πάντων; Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Όσοι ασχολούνται με την μελέτη της νεοελληνικής γραμματείας έχουν παγιδευτεί από έναν βολικό όρο· λόγιος: οποιοσδήποτε ασχολείται με οποιοδήποτε τρόπο με τα γράμματα. Αν η αναφορά στο πρόσωπο γίνεται διαβατικά, συγγνωστέα η γενίκευση. Αν όμως συμβαίνει το αντίθετο, αντίθετη θα πρέπει να είναι και η διαπραγμάτευση· όχι η γενικότητα, αλλά η εξειδίκευση και η επεξεργασία του κατάλληλου όρου που θα χρησιμοποιηθεί. Τέτοια ακριβώς είναι και η περίπτωση Βλαχογιάννη. Ξεκίνησε ως λογοτέχνης και παρέμεινε λογοτέχνης έως την τελευταία στιγμή. Στο μεταξύ όμως γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα του η συνείδηση του ερευνητή. Και ειδικότερα: όχι απλώς η συνείδηση του ερασιτέχνη ερευνητή, με επίκεντρο κυρίως την πατρίδα του, αλλά η συνείδηση του επαγγελματία, που καταπιάστηκε με ένα πολύ μεγάλο έργο. Τόσο μεγάλο, που κανείς έως την εποχή του δεν είχε αναλογισθεί ότι μπορούσε να γίνει έργο ενός ατόμου· τόσο σπουδαίο, εξάλλου, και με τέτοια επιτυχία, ώστε κατόρθωσε να πείσει την πολιτεία –πρωτάκουστο για την εποχή (1915)– να ιδρύσει ξεχωριστή υπηρεσία, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, και να του αναθέσουν να τα διευθύνει».
Ο παιδικός έρωτας δεν έγινε μακρινή τρυφερή ανάμνηση όταν μεγάλωσε ο Βλαχογιάννης. Ίσα ίσα, πάντοτε ακμαίος, αποτέλεσε τη μοναδική πιθανότατα παραμυθία μιας ζωής που όσοι την ήξεραν καλά, όντας γνώριμοι του συγγραφέα, μας πληροφορούν πως υπήρξε «βασανισμένη». Ο Γιάννης Επαχτίτης, όπως είναι το ψευδώνυμο των εισοδίων του στη λογοτεχνία το 1893, έγραφε νιώθοντας υποχρεωμένος να αιμοδοτήσει τις άγιες σκιές που τον περιέβαλλαν, της γιαγιάς του, των Σουλιωτών της φάρας του, των Μεσολογγιτών, πολιορκημένων και εξοδιτών, των καπεταναίων της προεπαναστατικής περιόδου, του Αγώνα και των μετεπαναστατικών χρόνων.
Τις σκιές αυτές εξακολουθούσε να τις αντιμετωπίζει σαν άγιες και να τις τιμά ακόμα κι αν είχαν δειλιάσει, ακόμα κι αν είχαν αναγκαστεί να προσκυνήσουν, να αλλαξοπιστήσουν. Σαν ιστορικός, βλέπει τα παλικάρια τα παλιά ως δημιουργήματα της ιστορίας, όχι της μεταφυσικής. Οι ηθογραφίες του δεν είναι αγιογραφίες.
Ο Βλαχογιάννης στράτευσε τη διηγηματική γραφή. Ή, όπως γράφει ο Επαμεινώνδας Μπαλούμης στην εισαγωγή του στον τόμο με τα διηγήματα του Επαχτίτη («Μεγάλα χρόνια – Τα παληκάρια τα παλιά», Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1994), «δόθηκε να αναστήσει» τον κόσμο που έπλαθαν τ’ ακούσματα και τα πρώτα του διαβάσματα «μέσα από την ιστορική καταγραφή και τη λογοτεχνική μεταστοιχείωση», «έζησε αυτή την έγνοια του ως χρέος και ακριβή επιταγή». Δεν κατασκεύασε όμως συναξάρια. Ο τίμιος πεζογραφικός λόγος του δοκιμάζει, με επιτυχία συναρπαστική πολλές φορές, ν’ αναστήσει τους ανθρώπους σαν πλάσματα της ιστορίας και όχι σαν εικονίσματα.
ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου