Το Ελληνικό Πάσχα στην Τουρκοκρατία
Του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΥ
Αναδημοιεύω απόσπασμα από την ομιλία του κ. Β. Κάρτσιου που έγινε στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης (23 Απριλίου 2024), με θέμα: «Το Ελληνικό Πάσχα στην Τουρκοκρατία».
Τον κ. Κάρτσιο εγνώρισα πρόσφαστα εδώ στη Μυτιλήνη. Είναι σύζυγος της κας Μαρίας Συργιάννη, Σχολικής Συμβούλου Θεολόγων Ανατολικής Μακεδονίας και Λέσβου, η οποία βρέθηκε στη Μυτιλήνη το τετραήμερο 8-12 Απριλίου για την αξιολόγηση εκπαιδευτικών θεολόγων που υπηρετούν στα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία. Είχα τη χαρά, μετά της αξιοτίμου συζύγου του, να τους ξεναγήσω στην Ιστορική Βιβλιοθήκη του πάλαι ποτέ Γυμνασίου Μυτιλήνης και στο Βυζαντινό Μουσείο της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου. Α.Ι.Κ.
Ολόκληρη η ομλία του κ. Κάρτσιου, με αναφορές σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα της μετά την Άλωση της Πόλης (29 Μαΐου 1454) εποχής, μπορείτε να τη διαβάσετε στο ωραίο προσωπικό του ιστολόγιο istorikimnimi
Ο παρακάτω πίνακας είναι ζωγραφικό έργο του Πολύκλειτου Ρέγκου, του «πατριάρχη των εικαστικών της Θεσσαλονίκης».
Στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αν τα πράγματα πήγαιναν καλά και δεν υπήρχαν έκτακτα γεγονότα, οι προετοιμασίες για το Πάσχα άρχιζαν πολύ νωρίς, από τη μέση της Σαρακοστής. Οι δημογέροντες, οι πρόκριτοι και οι ενορίες άρχιζαν τη συγκέντρωση χρημάτων υπέρ των αδυνάτων, τα οποία τα μοίραζαν στους φτωχούς τις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Αλλά και τα μοναστήρια με τα μετόχια τους μοίραζαν στους φτωχούς όχι μόνον χρήματα, αλλά κρέας και αλεύρι. Μέσα σε κείνες τις ζοφερές συνθήκες, στις κλειστές κοινωνίες των Ορθόδοξων Χριστιανών όλοι φρόντιζαν να μην μείνει κανένας χωρίς κόκκινα αυγά, κουλούρια και λαμπάδα για την Ανάσταση.
Η καθαριότητα στα σπίτια ξεκινούσε από τη Μεγάλη Δευτέρα. Εκτός από τη λάτρα του σπιτιού όλοι παρακολουθούσαν με κατάνυξη τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Για παράδειγμα, στην Αθήνα τη Μεγάλη Τετάρτη όλες οι νοικοκυρές άρχιζαν τις προετοιμασίες για το ζυμάρι της χρονιάς. Η ετοιμασία του ζυμαριού γινόταν από την εκκλησιάρισσα κάθε ενορίας, που πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και μάζευε από τις νοικοκυρές αλεύρι, που το ζύμωνε χωρίς προζύμη. Έπειτα ο παπάς έβαζε απάνω στο ζυμάρι το Σταυρό με το Τίμιο Ξύλο και το ζυμάρι ανέβαινε, φούσκωνε.
Μ’ αυτόν τον τρόπο ετοιμαζόταν το νέο προζύμι της ενορίας για τη νέα χρονιά. Το νέο προζύμι το μοίραζε από το σκαφίδι η εκκλησιάρισσα τη Μεγάλη Πέμπτη μετά την ακολουθία πάνω στο γυναικωνίτη. Μ’ αυτό το νέο ζυμάρι, οι Αθηναίες ζύμωναν τις κουλούρες της Λαμπρής και κρατούσαν προζύμι για όλο το χρόνο. Τη Μεγάλη Πέμπτη γινόταν και το βάψιμο των αυγών. Έβαφαν όσα αυγά γεννούσαν οι κότες τη Μεγάλη Πέμπτη. Το βράδυ, πριν πάνε στην εκκλησία για τα Δώδεκα Ευαγγέλια, τα έβαζαν μέσα σε μπογιά και τα άφηναν στη φωτιά. Όταν επέστρεφαν στο σπίτι έβαζαν τα κόκκινα αυγά στα εικονίσματα. «Τα κόκκινα ωά ποικίλλουσι κατά τας αποχρώσεις. Άλλα μεν εξέρχονται των χειρών του βαφέως ημφιεσμένα ημαυρωμένην και σκαιάν ερυθρότητα, άλλα δε στιλπνήν, ως κοράλλια. Τινά φέρουσι τον βαθύν χρωματισμόν των καμελιών, και άλλα τον φωτεινόν και γλυκύτατον των ρόδων». (Ακρόπολις, 05/04/1884).
Τις κουλούρες της Λαμπρής τις ζύμωναν συνήθως τα μεγαλύτερα κορίτσια του σπιτιού για γούρι. Και όταν λέμε μεγαλύτερα, εννοούμε βεβαίως πάνω από 12 χρονών. Αν δεν υπήρχε κορίτσι πάνω από 12 χρονών, τις κουλούρες τις ζύμωνε το μεγαλύτερο κάτω από τα 12. Επρόκειτο για ιεροτελεστία. Οι συγγενείς άλειφαν τα χέρια του κοριτσιού με λάδι και μέλι για να γίνουν οι κουλούρες γλυκές και νόστιμες. Αν τα κορίτσια είχαν και καμία ελιά στο πρόσωπο ή στο σώμα, τότε η επιτυχία και η νοστιμάδα του ψωμιού ήταν εξασφαλισμένη.
Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν ζύμωναν ποτέ. Το είχαν σε κακό. Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν έτρωγαν τίποτα γλυκό. Κάποιοι δεν έτρωγαν ούτε ψωμί, ούτε νερό έπιναν. Ούτε καρφί κάρφωναν, γιατί εκείνη την ημέρα έδωσαν ξύδι στον σταυρωμένο Χριστό. Τα κορίτσια στόλιζαν τον επιτάφιο. Η περιφορά του Επιταφίου γινόταν το πολύ-πολύ γύρω από την εκκλησία. Οι γυναίκες είχαν φροντίσει να καθαρίσουν τους γύρω δρόμους. Όταν περνούσε ο Επιτάφιος έβαζαν πάνω σ’ ένα κεραμίδι αναμμένα κάρβουνα και λιβάνι στις πόρτες τους. Τα άνθη του Επιτάφιου τα φύλαγαν για το ξεμάτιασμα.
Η πρώτη Ανάσταση γινόταν το Μεγάλο Σάββατο, περίπου στις 11:00. Η Μεγάλη Ανάσταση γινόταν τα ξημερώματα της Κυριακής και όχι τα μεσάνυχτα, όπως γίνεται σήμερα. Τότε η εκκλησιάρισσα πριν ξημερώσει γυρνούσε στα σπίτια των χριστιανών και χτυπούσε διακριτικά για να ξυπνήσει τους ενορίτες να κοπιάσουν στην εκκλησία για την Ανάσταση. Αυτή ήταν η «αργοπορημένη Ανάσταση», ένα έθιμο της Τουρκοκρατίας που διατηρήθηκε σε αρκετές περιοχές και μετά την Τουρκοκρατία αλλά η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε ότι αυτό αντιβαίνει στους εκκλησιαστικούς κανόνες. Βρέθηκε η συμβιβαστική λύση η Ανάσταση να γίνεται στις 12 τα μεσάνυχτα. Αλλά ουσιαστικά διατηρείται και σήμερα με την Ακολουθία της Αναστάσεως, δηλαδή τον Όρθρο και τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα, που κρατά μέχρι τις 2 ή και τις 3 τα ξημερώματα της Κυριακής.
Στο Φανάρι οι πόρτες παρέμειναν ανοιχτές και τις τρεις ημέρες ώστε οι πιστοί να μπορούν να παρακολουθούν τη Θεία Λειτουργία: «όπου τα προάστια ήθελον θελήσει να εκκλησιασθώσιν εις το Πατριαρχείον», όπως ανέφερε το πρώτο φιρμάνι του Μωάμεθ του Πορθητή. Βέβαια αυτά δεν ίσχυαν πάντοτε. Στην Κωνσταντινούπολη, οι συντεχνίες των γουναράδων, των χασάπηδων και τα άλλα σνάφια πήγαιναν στη Θεία Λειτουργία και στις Ακολουθίες εν πομπή. Έτσι πήγαιναν και μετά την Ανάσταση να φιλήσουν το χέρι του Πατριάρχη και η κάθε συντεχνία έστηνε το χορό της την Κυριακή του Πάσχα.
Υπήρξαν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες στους πέντε αιώνες της Τουρκοκρατίας, που δημιουργούσαν πολλά εμπόδια ή απαγορεύσεις στο πασχαλινό τελετουργικό. Για παράδειγμα, το 1772, στον απόηχο των Ορλωφικών, και ενώ δεν είχε κοπάσει η αναταραχή από την πρώιμη εκείνη Επανάσταση, πρόδρομο του 1821, η Πύλη έδωσε στον Πατριάρχη Θεοδόσιο Β΄ αυστηρές εντολές εορτασμού του Πάσχα χωρίς τυμπανοκρουσίες, τραγούδια και φανταχτερά ρούχα. Ο Θεοδόσιος είχε διατελέσει μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1767-1769).
Επρόκειτο στην ουσία για κατάργηση του προνομίου του τριήμερου εορτασμού του Πάσχα. Διότι συνέβαιναν κι αυτά. Ο Πατριάρχης ενημέρωσε κληρικούς και πιστούς «να περάσωσιν όλοι οι Χριστιανοί ραγιάδες με ησυχίαν και σεμνότητα, χωρίς χορούς και τραγούδια και παιγνίδια, και να μη περιπατώσει μαζεμένοι εις τους δρόμους, μήτε να πηγαίνωσιν εις το Μπαλουκλή και τον Εγρή-Καπί και εις άλλα αγιάσματα, αλλά να ησυχάζωσιν εις τα οσπίτια και εις τους οντάδες των».
Αλλά αυτή η τιμωρητική εκδοχή της κατάργησης στην πράξη του τριήμερου εορτασμού του Πάσχα φάνηκε καθαρά κατά την Επανάσταση του 1821. Το 1822, το Πάσχα έπεσε στις 2 Απριλίου. Εκείνο το φοβερό Απρίλιο οι Τούρκοι κατέστρεψαν τη Χίο και τη Νάουσα και κατέσφαξαν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Το 1826 το Πάσχα έπεσε 18 Απριλίου. Ξημερώματα Κυριακή των Βαΐων, στις 11 Απριλίου, έγινε η Έξοδος στο ηρωικό Μεσολόγγι. Ενώ, η Επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες είχε αρχίσει την Κυριακή της Ορθοδοξίας, τέλη Φεβρουαρίου του 1821, και η Επανάσταση στο Μοριά στις 25 Μαρτίου, οι Τούρκοι κρέμασαν τον Γρηγόριο τον Ε΄, την Κυριακή του Πάσχα, στις 10 Απριλίου 1821, στην πύλη του Πατριαρχείου.
Στις καλές εποχές, λοιπόν, οι πιστοί μετά την Ανάσταση έφευγαν με τα κεριά αναμμένα. Το πρώτο πιάτο μετά τη νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας ήταν σούπα με ψιλοκομμένο συκώτι αρνιού, κρεμμύδι, μαϊντανό, μπαχαρικά, κυρίως πιπέρι. Μόνο στις μονές και τα μετόχια είχαν ξύλινα σήμαντρα που τα χτυπούσαν για να ειδοποιήσουν για την Αναστάσιμη Ακολουθία. Το απόγευμα της Κυριακής, γινόταν η Ακολουθία της Αγάπης. Σ' αυτήν γινόταν και το έθιμο των αδελφοποιτών. Ο ιερέας τους διάβαζε και τους όρκιζε στο Ευαγγέλιο. Τη Δευτέρα του Πάσχα και την Τρίτη της Λαμπρής γίνονταν οι συγγενικές και φιλικές επισκέψεις. Ήταν ένα τριήμερο χαράς και αγάπης που το περίμεναν οι χριστιανοί όλο το χρόνο.
Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Έλληνες είχαν υψηλό επίπεδο εθνικής αυτοσυνειδησίας. Με οδηγό την Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λατρευτική ζωή διατήρησαν την αίσθηση του «βελτίστου» έθνους. Οι σχετικές πηγές και αναφορές είναι πολλές και εντυπωσιάζουν. Πώς ήταν δυνατόν, μέσα σε κείνες τις ζοφερές συνθήκες, να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα;
Την απάντηση μας τη δίνει η γραμμένη στα γαλλικά, δια χειρός του Κερκυραίου λόγιου Ανδρέα Μουστοξύδη, 7σέλιδη επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια από τη Γενεύη προς τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας και πρώην Άρτας Ιγνάτιο, με ημερομηνία 12 Απριλίου 1823. Η επιστολή θα έμενε στα αζήτητα της ελληνικής ιστοριογραφίας αν το πλήρες περιεχόμενό της δεν είχε διασωθεί σε ελληνική μετάφραση στην εφημερίδα «Αιών» του Ιωάννη Φιλήμονα, στο φύλλο της 30ης Σεπτεμβρίου 1850.
Στην επιστολή αυτή, ο Καποδίστριας ενημερώνει τον Ιγνάτιο ότι μελέτησε παλιά και νέα συγγράμματα που αναφέρονται στην ιστορία της Ελλάδος, και ότι συναντήθηκε στη Γενεύη με τον Ιακωβάκη Ρίζο Νερουλό, ο οποίος είχε ετοιμάσει ένα σχετικό πόνημα δεχόμενος όμως τις παρατηρήσεις του Καποδίστρια με αποτέλεσμα να προκύψει ένα κοινό σύγγραμμα. Ο Καποδίστριας ζητούσε τη γνώμη του Ιγνάτιου.
Το σχέδιο του πονήματος, σε τρία «βιβλία» - κεφάλαια, που πρότεινε ο Καποδίστριας, εν έτει 1823, ήταν:
«Το πρώτον θέλει δείξει την κατάστασιν του Ελληνικού έθνους επί της εποχής της προόδου του Οθωμανικού κράτους εν Ευρώπη και εν Ασία, ήγουν από του 1300 μέχρι του 1574. Το δεύτερον θέλει δείξει ωσαύτως την κατάστασιν του Ελληνικού έθνους επί της εποχής της παρακμής του Οθωμανικού κράτους, ήγουν από του 1574 μέχρι του 1823. Το τρίτον θέλει περιέχει γενικάς σκέψεις επί των δύο προηγουμένων βιβλίων, και θέλει παραστήσει σύντομόν τινα έποψιν των περιστάσεων και των συμβάντων, τα οποία παρήγαγον την ενεστώσαν της Ελλάδος κατάστασιν».
Με τη δομή αυτή του συγγράμματος, κατά τον Καποδίστρια, θα ήταν εύκολο να πεισθεί κάποιος ότι οι Έλληνες ουδέποτε έπαυσαν ν’ αποτελώσι κυρίως έθνος και ως εκ τούτου θα ήταν ευκολότερο να τους εξολοθρεύσει κάποιος παρά να τους υποτάξει και πάλι στη δουλεία των μουσουλμάνων. Παρακάτω, ο Καποδίστριας αναλύει γιατί οι Έλληνες ουδέποτε έπαυσαν να αποτελούν ένα έθνος και την περίοδο της μουσουλμανικής κατάκτησης: «διότι α΄.) διέσωσαν καθαράν την κοινήν καταγωγήν των. β΄) εσυλλογίσθησαν και ωμίλησαν εις την γλώσσαν των πατέρων αυτών. γ΄.) και υπήκουσαν εις μίαν μόνην και αμετάβλητον εξουσίαν, εις την εξουσίαν της Εκκλησίας των. Ούτοι δε οι τρεις όροι είναι οι μόνοι, οίτινες εκ μίας συνενώσεως ανθρώπων αποτελούσιν ό,τι καλείται έθνος».
Σήμερα γνωρίζουμε ότι το βιβλίο του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού εκδόθηκε το 1828 στα γαλλικά και ουδέποτε εκδόθηκε στα ελληνικά! Το αμετάφραστο στα ελληνικά βιβλίο του Νερουλού “Histoire Moderne de la Grèce depuis la chute de l’Empire d’Orient” (Νεότερη Ιστορία της Ελλάδος από την πτώση της Αυτοκρατορίας της Ανατολής) είναι το πρώτο βιβλίο για τη νεότερη ελληνική ιστορία, και μάλιστα εκδοθέν πριν την επίσημη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Οι ιστορικοί ερευνητές σπανίως το προσεγγίζουν για το σύνολο των πληροφοριών και διαπιστώσεων που περιέχει, με κεντρικό μοτίβο τη διατήρηση του ελληνικού έθνους μέσα στους σκοτεινούς αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης υπό τη σκέπη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ένα μικρό δείγμα από το εισαγωγικό σημείωμα του Νερουλού: «Όσο για το ελληνικό έθνος, ξεχασμένο απ’ όλο τον κόσμο μετά την πτώση του, δεν θεωρήθηκε άξιο αναφοράς ακόμα και από τους ξένους ιστορικούς. Επίσης, τίποτα πιο σκοτεινό από την ιστορία της δουλείας του. Δεν είχε καν ένα μοναδικό τύπο σκλαβιάς. Οι κυριότεροι τύραννοί του, άλλοι με τουρμπάνια και άλλοι με κελεμπίες του στέρησαν ακόμη και το δικαίωμα να θεραπεύει τα δεινά που υπέφερε. Αν και οι Τούρκοι κατέλαβαν τα νησιά της Κύπρου, της Κρήτης, της Εύβοιας, της Πελοποννήσου ή κάποιες άλλες περιοχές της Ελλάδας, δεν γινόταν καμία αναφορά στους Έλληνες κατοίκους αυτών των χωρών, αλλά στους Ενετούς, τους Γενουάτες, ή στους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Το όνομα των Ελλήνων δεν αναφερόταν καθόλου. Έτσι η ιστορία της Ελλάδος έχει γίνει η ιστορία των Οθωμανών, των Ενετών, των Γενουατών και των Ιπποτών της Μάλτας».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου